Αύγουστος 2021
Τσάικαρα (Çaykara)
Με αφετηρία την Τραπεζούντα μπορούν να γίνουν αρκετά ημερήσια (ή διήμερα) οδοιπορικά. Πραγματοποιήσαμε μια τέτοια διαδρομή ταξιδεύοντας ανατολικά της πόλης προς το Κατωχώρι ή Τσάικαρα, προσπερνώντας την Γέμουρα (Yomra, με στάση στο χωριό Μικρή Σαμάρουξα, σημ. όν. Ikisu), τα Σούρμενα (με στάση στην παραλιακή λεωφόρο για να δούμε το εντυπωσιακό κονάκι του Μεμίς Αγά) και τον Όφι. Στη διαδρομή από την Γέμουρα ως την λίμνη Ουζούνγκιόλ συναντάς αυτήν την εποχή το μάζεμα των φουντουκιών. Δίπλα στους δρόμους, στις αυλές των σπιτιών και των τζαμιών, εκατομμύρια φουντούκια βρίσκονται απλωμένα σε μουσαμάδες. Γυναίκες, παιδιά και άνδρες, χώνονται μέσα στις κατάφυτες με φουντουκιές πλαγιές της Τσάικαρας για να μαζέψουν τα τόσο γευστικά φουντούκια του Πόντου, που αποτελούν περίπου το 67% της παγκόσμιας παραγωγής φουντουκιού.
Λίμνη Ουζούνγκιόλ (Uzungöl)
Ο δρόμος προς την λίμνη ακολουθεί τον ποταμό του Όφι (Solaklı deresi) προς το Κατωχώρι και ύστερα ανηφορίζει στο ανατολικό όρος προς το χωριό Σαράχο (Şeraho) στα πόδια του οποίου απλώνεται μια μακρόστενη λίμνη σε υψόμετρο πάνω από 1.000 μέτρα. Ήδη από τον δρόμο αντιληφθήκαμε ότι η λίμνη έπεσε στα δίχτυα του τουρισμού. Το τοπίο της λίμνης έχει αλλοιωθεί ανεπανόρθωτα, αφού τα παράλιά της σε μεγάλο βαθμό καταλήφθηκαν από ξενώνες, εστιατόρια και μαγαζιά τουριστικών ειδών. Η συντριπτική πλειοψηφία των τουριστών είναι από τον αραβικό και ευρύτερα μουσουλμανικό κόσμο της Ασίας. Το πανέμορφο τοπίο με τις πλαγιές των βουνών να κατεβαίνουν στην στενή πεδιάδα όπου βρίσκεται η λίμνη με τα κρυστάλλινα νερά και το δικό της ζωικό βασίλειο είναι πράγματι μαγευτικό, όμως η βαβούρα τριγύρω δεν επιτρέπει να το απολαύσεις. Φύγαμε απογοητευμένοι από την τόσο κακή διαχείριση από πλευράς τοπικών αρχών αυτού του φυσικού κάλλους και καθώς επιστρέφαμε προς την Τσάικαρα αποφασίσαμε να επισκεφτούμε μια τοποθεσία που μας αποζημείωσε και με το παραπάνω σε αυτή την διαδρομή: το οροπέδιο του σουλτάνου Μουράτ Δ΄.
Σουλτάν Μουράτ (Sultan Murat Yaylası)
Η ιστορία πίσω από το όνομα του οροπεδίου θέλει τον σουλτάνο Μουράτ Δ΄ να στρατοπεδεύει για την προσευχή της Παρασκευής, την σημαντικότερη προσευχή της εβδομάδας για τους μουσουλμάνους, σε αυτό το οροπέδιο στις 22 Ιουνίου 1635 μετά την εκστρατεία του στην Περσία και στο Γερεβάν. Για αυτό το οροπέδιο φέρει, άγνωστο από πότε (και δεν θα μου έκανε εντύπωση αν είναι πρόσφατη η ονοματοδοσία), το όνομα του σουλτάνου. Η διαδρομή ως εδώ είναι φαντασμαγορική. Μέχρι να βγούμε στο υψόμετρο των 2000 μέτρων, όπου βρίσκεται το οροπέδιο, ο στριφογυριστός δρόμος χάνεται για αρκετά χιλιόμετρα μέσα στη βροχή και τα σύννεφα. Ο καθάριος αέρας και ο απόκοσμος ήχος των σύννεφων που κινούνται αργά γεμίζει τις αισθήσεις του περιηγητή. Ξάφνου, κι αν είσαι τυχερός, τα σύννεφα μένουν πίσω και εσύ είσαι πάνω από αυτά σε ένα τοπίο όπου κυριαρχεί το πράσινο του οροπεδίου (παρχάρ’ στα ποντιακά, δηλαδή βοσκότοπος), το γαλανό τ’ ουρανού και το λευκό του ήλιου. Δεν γίνεται λοιπόν να μην αφιερώσεις αρκετή ώρα στο να κοιτάς τα σύννεφα να περνούν κάτω από τα πόδια σου και στην απόλαυση αυτής της γωνιάς του κόσμου. Στο οροπέδιο θα συναντήσεις τρία παράξενα που δεν θα περίμενες να βρίσκονται εδώ. Πρώτον, ένα μεγάλων διαστάσεων τζαμί του 2018 με δύο μιναρέδες, αφιερωμένο βεβαίως στον σουλτάνο Μουράτ, ντυμένο με εντυπωσιακό τιρκουάζ χαλί, με συνεδριακή αίθουσα χωρητικότητας 500 ομιλητών παραπλεύρως (τόσους πιστούς χωράει και το τζαμί) και κόστους 12 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών. Δεύτερον, ένα μνημείο για τους 71 Τούρκους ήρωες που έπεσαν σε μάχη με τον ρωσικό στρατό κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και για το οποίο δυστυχώς δεν δίνεται καμία πληροφορία επί τόπου. Τρίτον, ένα πενταώροφο ξενοδοχείο (Taşkın Otel) του 1996 από κόκκινο τούβλο του οποίου η ξύλινη πράσινη στέγη θυμίζει ελβετικό σαλέ, κι αν δεν υπήρχαν όλα τα άλλα τριγύρω του πραγματικά θα αποτελούσε μια πολύ γραφική και μοναδική εικόνα έτσι όπως στέκει στη μέση του οροπεδίου. Κατά τα άλλα εκεί βρίσκονται κάμποσα ταβερνεία που σερβίρουν κυρίως κρέας, δυο καφενεία και δυο μανάβικα. Καλύτερα λοιπόν να σταθείς στην πρασινάδα του οροπεδίου, στα σύννεφα, στα κοπάδια των ζώων που βόσκουν αμέριμνα, στους αετούς που πετούν αναζητώντας θηράματα και αν (που θα—ο καθαρός αέρας ανοίγει την όρεξη—) πεινάσεις να φας φρέσκο, ντόπιο κρέας. Φεύγοντας από το οροπέδιο αξίζει να σταθείτε και να δείτε από ψηλά το οροπέδιο Βαρτάν (Vartan Yaylası), με τον μικρό του οικισμό, που φαίνεται να απηχεί κάποιο παλιό αρμένικο τοπωνύμιο που επιβίωσε. Η κατάβαση μέσα από τα υγρά σύννεφα έδωσε μια επιπλέον κινηματογραφική νότα σε αυτή την διαδρομή στα ποντικά όρη.
Τόνια (Tonya)
Μια ώρα οδικώς προς τα δυτικά της Τραπεζούντας, κι αφού προσπεράσουμε τον ερειπωμένο βυζαντινό πύργο που επόπτευε την θάλασσα, φτάνουμε στην παραθαλάσσια κωμόπολη Φωλ’, σημερινό όνομα Vakfıkebir. Κάναμε μια στάση σε ξυλόφουρνο για να πάρουμε το περίφημο ψωμί της πόλης το οποίο λόγω της μαγιάς που περιέχει διατηρείται ακόμη και για ένα μήνα δίχως να μπαγιατέψει. Τόσο μεγάλο καρβέλι δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου και αυτό που αγόρασα δεν ήταν το μεγαλύτερο του φούρνου! Από εκεί περνάμε στην περιοχή της Τόνιας, της Θοανίας, άλλης μιας κατάφυτης και υγρής περιοχής του Πόντου στους ορεινούς οικισμούς της οποίας ομιλείται ακόμα η ελληνική γλώσσα του Πόντου από τους εξισλαμισμένους τον 17ο αιώνα κατοίκους. Οι φουντουκιές ευδοκιμούν και εδώ. Στον δρόμο καφετί χαλιά φουντουκιών διαδέχονταν το ένα το άλλο. Προορισμός μας αρχικά ήταν να ανέβουμε στα ανατολικά παρχάρια των οροπεδίων της Τόνιας μέσα από το χωριό Μαγγανόπον (Sağrı) και το Καράσου (Karasu). Διασχίσαμε την σύγχρονη γέφυρα που φτιάχτηκε δίπλα στο παμπάλαιο πέτρινο γεφύρι που το καλύπτει η βλάστηση για να περάσουμε τον ποταμό Φωλ’ (Fol) και πήραμε τον ανηφορικό δρόμο που σκαρφαλώνει στην πλαγιά.
Μαγγανόπον (Sağrı)
Στο Μαγγανόπον υπάρχει ένας μικρός καταρράκτης από χείμαρρο κάποιας βουνίσιας πηγής. Διασώζονται σπίτια παμπάλαια παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και κάποιες ξύλινες υπερυψωμένες αποθήκες τροφίμων που στέκονται σε ξύλινους πασάλους, γνωστές ως σεραντέρ (serander), παραφθορά του ελληνικού ξεραντέρ’, δηλαδή ξηραντήριο τροφίμων. Το Μαγγανόπον όπως και όλα τα ορεινά χωριά του Πόντου, έχει το χαρακτηριστικό ότι απλώνεται στην πλαγιά: βρίσκει δηλαδή κανείς μερικά σπίτια σε ένα σημείο (συνήθως από μία, δύο ή τρεις οικογένειες) μετά πιο ψηλά βρίσκει κανείς άλλα λίγα σπίτια που αν και θεωρούνται διαφορετικοί μαχαλάδες συναποτελούν έναν οικισμό. Η εντυπωσιακή δομή των χωριών δίνει βεβαίως σπουδαίες πληροφορίες για την ζωή στους τόπους αυτούς, για τους οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς των Ποντίων. Οι περισσότεροι μάλιστα κάτοικοι αυτών των χωριών τους χειμερινούς μήνες ζουν στο χωριό ενώ τους θερινούς μήνες κινούνται νομαδικά, θα λέγαμε, προς τα πρόχειρα σπίτια που διατηρούν στα παρχάρια. Γι’ αυτό και εμείς προσπεράσαμε τους μαχαλάδες του Μαγγανόπονος (αν στέκει γραμματικά αυτή η γενική) για να βρεθούμε στα παρχάρια της ανατολικής Τόνιας.
Κιρικλίκ (Kiriklik Yaylası)
Αφού χαθήκαμε σε χωματόδρομους του βουνού επί μία ώρα παίρνοντας λάθος δρόμους (τα σύννεφα που μάς κάλυπταν δεν βοηθούσαν), καταφέραμε να βγούμε στον σωστό δρόμο προς το παρχάρι Κιρικλίκ. Βρισκόμασταν εν μέσω σκοτεινών συννέφων που συχνά πύκνωναν σε βαθμό να μη βλέπουμε πέρα από τα πενήντα μέτρα. Περάσαμε από έναν καφενέ στη μέση του πουθενά, σε ένα τοπίο που θα ταίριαζε σε σκηνή αγγελοπουλικής ταινίας. Μια ανθρώπινη σιλουέτα περπατούσε στο βάθος και άλλοτε χανόταν, άλλοτε αχνοφαινόταν όπως περνούσαν από πάνω της τα σύννεφα. Μαγεμένοι συνεχίσαμε τον δρόμο μας και βρεθήκαμε σε ένα πολύ μικρό τζαμί. Πέσαμε σε ώρα προσευχής και η βραχνή φωνή του μουεζίνη μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα διαπέρασε τις φλέβες μας. Το παρχάρι αυτό είναι μαγικό, μέσα από ένα μονοπάτι με λεύκες—όπου διακρίνονταν πίσω τους διάσπαρτα μικρά σπίτια και ζώα που έβοσκαν—προσπαθήσαμε να βρούμε τον δρόμο που οδηγεί σε ένα άλλο παρχάρι της περιοχής, το Καντίραλακ. Λίγο μετά βγήκαμε σε ένα πλάτωμα το οποίο διατρέχει ένα ρέμα. Εκεί, μέσα στην ομίχλη ξεπρόβαλλε μια οικογένεια κτηνοτρόφων που έβοσκε τις αγελάδες της. Δύο από τις γυναίκες κουβαλούσαν στην πλάτη μεγάλα κοφίνια και ο γηραιός άνδρας κρατούσε μια μεγάλη ξύλινη ράβδο. Μέσα στην απόλυτη ησυχία ο ήχος των κουδουνιών, τα σφυρίγματα των γυναικών, ο ήχος του τρεχούμενου νερού και οι φωνές του δεκάχρονου αγοριού που πίεζε κάποιες αγελάδες να περάσουν από το ρηχό σημείο του ρέματος, μας έβαλαν διά μιάς στην καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων. Τους παρατηρούσαμε για ώρα να κινούνται μαζί με τα σύννεφα στην πρασινάδα του παρχαριού συγκινημένοι για την ευλογία να βιώσουμε μια τέτοια εμπειρία στον Πόντο.
Καντίραλακ (Kadıralak Yaylası)
Συνεχίσαμε μέσα στα σύννεφα. Σε κάποιο πλάτωμα του οροπεδίου συναντήσαμε—ω τι θαύμα!—ένα παντοπωλείο δίπλα σε μικρό γήπεδο ποδοσφαίρου όπου έπαιζαν λιγοστά παιδιά. Εφοδιαστήκαμε με λίγα τρόφιμα και νερό και συνεχίσαμε τον δρόμο προς το παρχάρι Καντίραλακ, συναντώντας ανάμεσα σε δέντρα ένα πάρα πολύ μικρό μεστζίτ (meşcit, μικρός χώρος προσευχής μουσουλμάνων) που στην ουσία ήταν ένα μεταλλικό κοντέινερ με γύψινο τρούλο και γύψινο μιναρέ—θέαμα αλλόκοτο. Μόλις πύκνωσαν τα σύννεφα χάσαμε και τον δρόμο μας. Βρεθήκαμε ξάφνου σε ένα τρίστρατο όπου βρίσκεται ένα μικρό τζαμί, το Yeni mahallesi Kadıralak camii. Εκεί βρέθηκαν δύο περαστικοί και ρωτήσαμε πως θα βγούμε στο παρχάρι. Μάς είπαν ότι είμαστε ήδη στο μέρος που ψάχνουμε. Μετακινούμενοι λίγο ακόμα βρήκαμε ένα μεγάλο ξενώνα έρημο που είχε και καφενέ στο ισόγειο. Παραπέρα είδαμε μια στάση λεωφορείου πάνω από το ρέμα και καθίσαμε για λίγο εκεί ολομόναχοι μέσα στην ομίχλη, είναι βέβαιο ότι ο Ταρκόφσκι θα μάς ζήλευε. Λεωφορείο φυσικά δεν φάνηκε. Η απόκοσμη όμως ηρεμία του τόπου μας μαγνήτιζε να μείνουμε κι άλλο.
Ερίκμπελί (Erikbeli köyü) – Νταμλίκιοϊ (Damlıköy) – Σάζαλανί (Sazalanı)
Κατηφορίζοντας από το Καντίραλακ βγήκαμε στη μικρή κωμόπολη της Τόνιας, της βασίλισσας του βούτυρου, που βρίσκεται περίπου στο κέντρο αυτής της κοιλάδας και την οποία βρήκαμε παγερά αδιάφορη. Δεν υπάρχει ίχνος κάποιας ιστορικής κατασκευής, παντού μπετό και κακοτεχνίες. Το μόνο που μου έκανε εντύπωση ήταν το άγαλμα της κεντρικής πλατείας: μια γυναίκα και ένας άντρας στέκονται πλάτη πλάτη φορώντας παραδοσιακές φορεσιές πάνω σε ένα βάθρο με κρουνούς που χύνουν νερό στο συντριβάνι και με υπερυψωμένα χέρια κρατούν ένα κιούπι με βούτυρο. Προσπεράσαμε την Τόνια για να πιάσουμε τις νότιες κορυφογραμμές της που συνορεύουν με την περιοχή της Αργυρούπολης. Οι κατάφυτες από έλατα πλαγιές και το ψιλόβροχο μας έβαλαν σε φθινοπωρινή διάθεση. Πριν φτάσουμε στο μικρό Ερίκμπελί μια τεράστια σύγχρονη ξενοδοχειακή μονάδα με είκοσι πέτρινες μεζονέτες (Foleya Resort) δεσπόζει στην πλαγιά και τράβηξε την προσοχή μας. Ψάξαμε επί τόπου λεπτομέρειες στο διαδίκτυο και το κόστος διαμονής αποδείχτηκε τεράστιο για έναν μέσο Τούρκο. Στο Ερίκμπελί υπάρχει ένας συμπαθητικός καφενές απέναντι από το τζαμί και τριγύρω είδαμε δυο τρία παραδοσιακά σπίτια από πέτρα και ξύλο. Εκείνο όμως που μας εντυπωσίασε ήταν τα παρχάρια Σάζαλανί και Νταμλίκιοϊ. Το Σάζαλανί είναι ένα παρχάρι ανάμεσα στο ελατόδασος. Εκεί για την ώρα υπάρχουν μόνο δύο ξύλινες κατασκευές: ένας τεϊοποτείο και ένα εστιατόριο για ψητό κρέας. Καθίσαμε να φάμε αρνίσια παϊδάκια, το αρνί ήταν φερμένο από την Αμάσεια όπως μας είπε ο ιδιοκτήτης, και μετά ήπιαμε ένα τσάι απέναντι απολαμβάνοντας την θέα των σύννεφων να περνούν ανάμεσά μας. Λιγοστός κόσμος φτάνει ως εδώ και κάθεται στο γρασίδι περνώντας την ώρα του. Λίγο μετά το παρχάρι αυτό βγαίνουμε σε μια ανοιχτωσιά όπου βρίσκεται το Νταμλίκιοϊ, ένας υπέροχος τόπος με σπιτάκια εδώ κι εκεί που το καθένα έχει ως κήπο του μεγάλα κομμάτια του παρχαριού. Το τοπίο εδώ είναι μαγευτικό και αξίζει κανείς να περάσει λίγο χρόνο, ιδίως αν τύχει φωτεινή και στεγνή μέρα.
Πλάτανα (Akçaabat)
Οποιαδήποτε διαδρομή προς τα δυτικά της Τραπεζούντας πρέπει να περιλαμβάνει μια στάση στα Πλάτανα και κυρίως στον άνω μαχαλά, που ονομάζεται «μεσαίος», Ορτά μαχαλλέ (Orta Μahalle). Η περιήγηση εκεί έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς σώζονται πάρα πολλά ξύλινα κονάκια του 19ου αιώνα πολλά εκ των οποίων αναπαλαιώνονται. Τα τρίπατα κονάκια είναι δείγματα του πλούτου της αστικής τάξης της περιοχής και της αρχιτεκτονικής αισθητικής μιας εποχής που παρήλθε. Στο εξωτερικό τους κάποια έχουν ζωγραφική διακόσμηση και στο εσωτερικό τους κυριαρχούν ξυλόγλυπτα ταβάνια, τζάκια και άλλες διακοσμητικές λεπτομέρειες. Κάποια από τα κονάκια έχουν, όπως ήταν αναμενόμενο, μετατραπεί σε καφετέριες, ξενώνες και εστιατόρια ενώ άλλα είναι ιδιωτικές κατοικίες. Βεβαίως υπάρχουν κι εκείνα τα κονάκια που έχουν μείνει παρατημένα. Ένας απογευματινός περίπατος στις ανηφόρες των Πλατάνων, στα σοκάκια με τα εντυπωσιακά κονάκια και τις καφετέριες με την θέα προς τον κόλπο που σχηματίζει εκεί η Μαύρη Θάλασσα μένουν αξέχαστα στον ταξιδιώτη.
Leave a Reply
You must be logged in to post a comment.