Αύγουστος 2021
Πόντος, ένας κόσμος
Αν οι φιλόσοφοι της Ιωνίας που πίστευαν ότι η πρώτη αρχή του κόσμου είναι το νερό έχουν δίκιο, τότε ο Πόντος είναι ένα τεκμήριο αυτής της φιλοσοφικής θέασης του κόσμου. Ο Πόντος αποτελεί ένα σύμπαν από νερό κι απ’ όσα αυτό δημιουργεί και συντηρεί. Από την μία μεριά η Άξεινος, η αφιλόξενη, Θάλασσα, από την άλλη τα μυριάδες ποτάμια και οι πίδακες νερού που χύνονται από κάθε σχισμή των βουνών και του χώματος, και από μια άλλη μεριά ο διαρκώς δακρυσμένος ουρανός που ραίνει αυτή την γεωγραφική περιοχή προσφέρουν μια υδάτινη εμπειρία, μοναδική ίσως στον μικρασιατικό χώρο.
Η π ε ρ ι ή γ η σ η βρέθηκε για μία εβδομάδα στην Τραπεζούντα, την Αργυρούπολη και τις ευρύτερες περιοχές τους. Οι διαδρομές που μπορεί να χαράξει κανείς στον χάρτη του Πόντου είναι αμέτρητες και οι περιοχές της Τραπεζούντας και της Αργυρούπολης από μόνες τους μοιάζουν εξίσου ανεξάντλητες.
Τραπεζούντα (Trabzon)
Το αεροπλάνο από την Κωνσταντινούπολη προσγειώθηκε στο παραθαλάσσιο αεροδρόμιο της Τραπεζούντας περί τις 6:00 τα ξημερώματα. Η όψη της πόλης από ψηλά ήταν αποκαρδιωτική και μέχρι να φτάσουμε στο ιστορικό κέντρο είχα απογοητευτεί. Όμως η πριγκίπισσα της Μαύρης Θάλασσας μου θύμισε το μωσαϊκό της Αθήνας: ιστορία θαμμένη ή απλώς παραμελημένη, με ξεφτισμένα αρχιτεκτονήματα που μαρτυρούν μια χαμένη αισθητική, κακοχτισμένα κτίρια, και γωνιές που περιμένουν κάποιον να τις αποκαλύψει εκ νέου, να τους δώσει λίγη ζωή στη φευγαλέα καθημερινότητα. Γρήγορα λοιπόν άρχισα να συνειδητοποιώ την γοητεία των μεταμορφώσεων μιας πόλης από την οποία πέρασαν τόσοι λαοί (Ρωμιοί, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Ρώσοι κ.ά.).
Από την εποχή που έφτασαν εδώ Ίωνες άποικοι, η Τραπεζούντα δεν σταμάτησε να είναι στο επίκεντρο της πολιτικής και εμπορικής σκηνής της βορειοανατολικής Μικράς Ασίας και της Μαύρης Θάλασσας. Το σημερινό μέγεθος της πόλης (808.000 κάτοικοι το 2019) μαρτυρά την σπουδαιότητά της και την συμβολή της στη σύγχρονη Τουρκία. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο πληθυσμός της που μετανάστευσε στο εξωτερικό ή στο εσωτερικό της χώρας δημιούργησε την φράση «Her yer Trabzon», δηλαδή «Κάθε τόπος είναι Τραπεζούντα». Το κατάλυμά μας στον μαχαλά των Βυρσοδεψείων (Tabakhane) αποδείχτηκε εξαιρετική επιλογή, τοπογραφικά μιλώντας, καθώς από εκεί μπορεί κανείς να μετακινηθεί με τα πόδια σε όλους τους μαχαλάδες της πόλης χωρίς μεγάλες δυσκολίες (βεβαίως οι λόφοι της θα φέρνουν ανηφοριές στο διάβα σας).
Η πλατεία και το Φροντιστήριο
Η πλατεία της Τραπεζούντας, το ιστορικό Μεϊντάνι (Meydan), είναι ό,τι πρέπει για ένα πρωινό τσάι. Η ηρεμία της πλατείας τις πρώτες πρωινές ώρες είναι αξιοσημείωτη. Με το άνοιγμα των μαγαζιών σιγά σιγά άρχισε ο συρφετός των ανθρώπων και εμείς ξεκινήσαμε με τα πόδια προς το εμβληματικό σχολείο της Ρωμαίικης κοινότητας, το Φροντιστήριο Τραπεζούντας. Το σημερινό κτίριο αποπερατώθηκε το 1902, το σχολείο όμως ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα και απέκτησε μεγάλη φήμη, προσελκύοντας σημαντικούς δασκάλους και βγάζοντας εξίσου σημαντικούς μαθητές. Η εντυπωσιακή ογκώδης κατασκευή—που χτίστηκε πάνω στα βράχια όπου άλλοτε έφτανε η θάλασσα—δέσποζε στην ακτογραμμή και ως σήμερα κλέβει το βλέμμα. Ζητήσαμε να δούμε το εσωτερικό του σχολείου αλλά ο φύλακας (σήμερα Kanuni Anadolu Lisesi) δεν μας το επέτρεψε. Από την πλευρά της θάλασσας περπατήσαμε προς την συνοικία όπου βρίσκεται ο μοναδικός χριστιανικός ναός σε χρήση, η καθολική εκκλησία Santa Maria (19ος αι.) την οποία, δυστυχώς, βρήκαμε κλειστή.
Η αγία Σοφία
Πήραμε λοιπόν ταξί για ένα από τα σπουδαιότερα βυζαντινά μνημεία της περιοχής, τον ναό της αγίας Σοφίας που λειτούργησε ως μουσείο από το 1964 ως το 2013, όταν επαναλειτούργησε ως τζαμί. Στον δρόμο παρατηρούσα πως η πόλη επεκτάθηκε αρκετά προς την θάλασσα, σπρώχνοντάς την βορειότερα για να κατασκευαστεί η παραλιακή λεωφόρος, και ακόμη και σήμερα γίνονται εργασίες περαιτέρω επεκτάσεων. Η αγία Σοφία βρισκόταν κάποτε εκτός των τειχών της Τραπεζούντας και φαίνεται ότι είχε τον ρόλο κοιμητηριακού ναού ιδρυμένου τον 13ο αιώνα από την δυναστεία των Κομνηνών. Η εξωτερική ανάγλυφη διακόσμηση, τα μωσαϊκά και οι τοιχογραφίες του ναού, τα θεμέλια του σταυροειδούς βαπτιστηρίου, η (κατά πολύ μεταγενέστερη) κρήνη, το καμπαναριό του 1427 με το παρεκκλήσι και τις τοιχογραφίες στο εσωτερικό του συνθέτουν μια βυζαντινή αρχιτεκτονική όαση. Παρ’ όλο που λειτουργεί ως τζαμί διαμόρφωσαν μόνο ένα μικρό μέρος της εκκλησίας για προσευχή ενώ το υπόλοιπο είναι επισκέψιμο. Το βακούφι στο οποίο ανήκει το μνημείο οργανώνει μάλιστα και ξεναγήσεις στο μνημείο. Έτσι, αν και επίσημα δεν είναι μουσείο πια, η αγία Σοφία είναι προσβάσιμη και οι χριστιανικές τοιχογραφίες της εμφανείς και όχι κρυμμένες.
Οι συνοικίες Τσομλεκτσί και Ορτάχισαρ
Ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσεις μια πόλη είναι να μπεις στα σπλάχνα της, να πάρεις από πίσω τους ανθρώπους της προς όποια κατεύθυνση τύχει, να περάσεις από τον συνοικιακό φούρνο ή τον κουρέα, να μπεις στο μπακάλικο που θα πάει μια γηραιά γυναίκα και να πάρεις τα σοκάκια που βγάζουν σε άγνωστες διαδρομές. Δύο από τις γειτονιές της Τραπεζούντας που αξίζουν κάποιες ώρες περιήγησης είναι το Τσομλεκτσί (Çömlekçi) και το Ορτάχισαρ (Ortahisar). Το ξεφτισμένο Τσομκλεκτσί (που σημαίνει αγγειοπλάστης, τσουκαλάς) φαίνεται να υπήρξε κάποτε μια καλαίσθητη γειτονιά της οθωμανικής Τραπεζούντας που σήμερα έχει υποβαθμιστεί. Η χάραξη δρόμων και η αδιαφορία διέλυσε την αρχική της μορφή και πολλά αρχοντόσπιτα του 19ου αιώνα εξαφανίστηκαν. Ωστόσο, αξίζει να χαθεί κανείς στα σοκάκια του μαχαλά, να σταθεί στα διαφόρων ειδών εργαστήρια και στην χαρακτηριστική αρχιτεκτονική του Πόντου αν και λίγα είναι τα κτίρια που διασώθηκαν και κατοικούνται. Στο Ορτάχισαρ, δηλαδή στο μεσαίο φρούριο, τα σωζόμενα τείχη—που επιμελήθηκαν οι Βυζαντινοί, οι Γενουάτες και οι Οθωμανοί—εντυπωσιάζουν τον περιηγητή. Το κάστρο είναι χτισμένο πάνω σε ύψωμα που επέβλεπε όλο τον όρμο της Τραπεζούντας. Εκεί βρίσκεται και το νέο Μουσείο της πόλης της Τραπεζούντας που εδρεύει σε ένα κονάκι του 19ου αιώνα και περιδιαβαίνει την ιστορία της πόλης από την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς ως τον 20ό αιώνα. Η συνοικία γύρω από το μουσείο θυμίζει ιταλική γειτονιά του 19ου αιώνα. Σε απόσταση αναπνοής βρίσκεται η Παναγία Χρυσοκέφαλος (ή τζαμί Φάτιχ) του 10ου αιώνα. Αξίζει να περιπλανηθείτε νύχτα στους υποφωτισμένους δρόμους του μαχαλά αυτού, που υπήρξε το βυζαντινό κέντρο της πόλης, προς τις μικρότερες εκκλησίες που μετατράπηκαν σε τζαμιά, όπως του αγ. Βασιλείου), προς το σπίτι που γεννήθηκε ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, προς το τζαμί της γιαγιάς του και μητέρας του σουλτάνου Σελίμ Α΄, της Γκιουλμπαχάρ, να σταθείτε στις γέφυρες πάνω από τις τάφρους του κάστρου και στις πύλες του και να περπατήσετε πλάι στα τείχη από τον κεντρικό πύργο της λεωφόρου Ινονού.
Οι αγορές
Κατηφορίζοντας από τα τείχη προς την θάλασσα και προχωρώντας προς τα ανατολικά θα βρεθείτε στην παλιά αγορά της Τραπεζούντας. Η αγορά (Kemerkaya çarşı)—όπως και άλλα σημεία του ιστορικού κέντρου—φέρει τα σημάδια του επί τέσσερις φορές (από το 1512 ως και το 1533) βαλή της Τραπεζούντας, του Ισκεντέρ Πασά (İskender Paşa), που έχτισε μεταξύ άλλων, χαμάμ, τζαμί, μεντρεσέ, μπεζεστένι και δημόσιες κρήνες. Στην άκρη της αγοράς βρίσκεται η (κάποτε παραθαλάσσια) ψαραγορά της Τραπεζούντας, συρρικνωμένη πια με καμιά δεκαριά ψαράδικα στην περιοχή του Μόλου (Moloz). Πιο μέσα στην αγορά βρίσκει κανείς τα πάντα: ρούχα, παπούτσια, ραφτάδικα, μπακιρτζίδικα πέριξ του Αλατζά χανιού (Alaca Han, 18ος αι.), υφασματάδικα, λοκάντες (μαγεριά) και καφενέδες, κοσμήματα, μπαχαρικά, γαλακτοκομικά, χαλιά, σκούπες και καλάθια, και πολλά άλλα. Οι αγορές της πόλης (η παλιά, η της λεωφόρου των Κουντουρατζήδων (Kunduracılar) με τα επιβλητικά κτίρια των Ρωμιών και Λεβαντίνων αρχιτεκτόνων, η πέριξ του Μεϊντανιού, του Μακρού δρόμου (Uzun Sokak) χρειάζονται αρκετές ώρες και αντοχές για να πει κανείς ότι τις περπάτησε ικανοποιητικά.
Βεβαίως, στην περιήγηση της Τραπεζούντας, που θέλει ως και πέντε επισκέψεις για να πει κανείς ότι την χόρτασε, θα πρέπει να προστεθεί η πανοραμική θέα από τον λόφο Μπόζτεπέ (Boztepe) με απαραίτητη στάση στο μοναστήρι της Παναγίας Θεοσκεπάστου που άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό ως χώρος καλλιτεχνικών εκδηλώσεων αλλά και η βίλλα του τραπεζίτη Κωνσταντίνου Καπαγιαννίδη, που χτίστηκε το 1906, στο προάστειο Σοούκσού (Soğuksu) και σήμερα είναι γνωστή ως παραθεριστική κατοικία του Κεμάλ (Atatürk Köşkü) που την κληροδότησε στο δημόσιο, αν και ο ίδιος βρέθηκε εδώ για ελάχιστο διάστημα.