Αύγουστος 2021
Κρώμνη (Krom, Korom)
Με αφετηρία την Αργυρούπολη ο ταξιδιώτης χρειάζεται περίπου 38 χιλιόμετρα για να φτάσει στους οικισμούς της Κρώμνης. Η διαδρομή έχει τα χρώματα της περιοχής της Αργυρούπολης: βουνά σχεδόν γυμνά με πολύ αραιή χαμηλή βλάστηση. Τα χωριά της Κρώμνης είναι και γνωστά ως τα χωριά των κρυπτοχριστιανών, καθώς στην πλειονότητά τους οι κάτοικοι (για διάφορους λόγους που δεν είναι τόπος για να εκτεθούν) ήταν δίπιστοι ή κλωστοί (το ρ. κλώθω στα ποντιακά έχει την σημασία του γυρίζω). Σημαντικό όμως είναι να αναφερθεί ότι η δημιουργία χωριών σε υψόμετρα των 1500 και 2000 μέτρων οφείλεται εν μέρει στις τακτικές εξισλαμισμού των χριστιανών του Πόντου που διέφευγαν προς τα βουνά.
Σαμιανάντων και Φραγκάντων
Η δική μας διαδρομή δεν πέρασε από όλα τα χωριά της Κρώμνης—χρειάζονται τουλάχιστον δύο μέρες. Προσπεράσαμε τον δρόμο που στρίβει προς το Σταυρίν (Uğurtaşı) και τα πέριξ αυτού χωριά και συνεχίσαμε από το Παρτίν προς την Γλούβενα (μια εκκλησία μόνη πάνω στο βουνό ίσως να ήταν της Άνω Γλούβενας) και προς το χωριό Σιαμανάντων. Το πρώτο τζαμί που είδαμε εδώ και πολλή ώρα βρίσκεται εδώ και πρόκειται για τον ναό του αγίου Γεωργίου Σιαμανάντων (Bulutluyayla camii). Παρά τις σημαντικές φθορές του, ο ναός δέχεται τους λιγοστούς μουσουλμάνους που ζουν εδώ. Πολύ λίγα σπίτια βλέπει κανείς σε όλα αυτά τα χωριά, εικόνα που δεν μοιάζει σε τίποτα με αυτήν προ του 1922. Στον καφενέ δίπλα στην εκκλησία συναντήσαμε μόλις τρεις άνδρες να λιάζονται. Ο ευρύχωρος ναός μοιάζει δυσανάλογος με το σημερινό μέγεθος του χωριού. Λίγο πιο πάνω επισκεφτήκαμε κάποια σπίτια του 19ου αιώνα, πάνω από το ρέμα που πηγάζει στο βουνό. Τριγύρω η οικογένεια που κατοικεί εκεί έχει στήσει μελίσσια. Συνεχίσαμε περνώντας κάτω από τον οικισμό Φραγκάντων με ελάχιστα σπίτια διάσπαρτα και την εκκλησία ερειπωμένη. Αυτός ο δρόμος μάς έβγαλε στον Αληθινό της Κρώμνης.
Αληθινός
Το τοπίο από τον Αληθινό και πέρα πιάνει να πρασινίζει περισσότερο, επειδή βρισκόμαστε στις νότιες παρυφές της Ματσούκας, αν και δεν συναντάμε πυκνό δάσος. Στον Αληθινό δεσπόζει η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου. Μπροστά στην εκκλησία η Διεύθυνση Πολιτισμού και Τουρισμού της περιοχής έχει τοποθετήσει μια ταμπέλα που δίνει ανιστόρητες πληροφορίες στα τουρκικά και σε κάκιστα αγγλικά. Η εκκλησία είναι τρίκλιτη βασιλική, όπως σχεδόν όλες οι εκκλησίες του Πόντου, και μάλλον δεν χρονολογείται νωρίτερα από τα τέλη του 18ου αιώνα. Η σκεπή της δεν έχει καταρρεύσει αλλά οι πληγές της είναι σοβαρές. Στο μεσαίο κλίτος πάνω από τους κίονες σώζονται ίχνη από τις αγιογραφίες και την ζωγραφική διακόσμηση του ναού. Στον κεντρικό θόλο αυτού του κλίτους ξεχωρίζουν τέσσερα χερουβείμ με γαλάζιο χιτώνα στις άκρες και από πάνω τους μέσα σε κύκλο βρίσκονται οι τέσσερις Ευαγγελιστές, εκ των οποίων ο ένας είναι σχεδόν απείραχτος, ο άγιος Ιωάννης, ενώ δίπλα του είναι ο άγιος Λουκάς φθαρμένος. Οι άλλοι δύο, σχεδόν εντελώς κατεστραμμένοι, είναι οι άγιοι Ματθαίος και Μάρκος. Στα παράθυρα σώζονται τα ζωγραφισμένα περιγράμματα που καταλήγουν σε ένα σταυρό καθώς και νωπογραφίες σε άλλα σημεία του ναού. Το πάτωμα ήταν καλυμμένο από μεγάλα κομμάτια πέτρας και σε διάφορα σημεία οι κυνηγοί θησαυρών που αναζητούν κρύπτες έχουν επιχειρήσει βλακώδεις «ανασκαφές» που προξενούν μόνο ζημιές στο κτίσμα. Έξω από τον ναό υπάρχει μια κρήνη με σύγχρονη επιγραφή που αφιερώνεται στη μνήμη των: Hacı Ayşe ve Hacı Mustafa Ayaz ruhlarına el Fatiha. Από την τοποθεσία αυτή μπορείς να δεις πολλά από τα χωριά της δυτικής Κρώμνης, όπως το χωριό Ματζάντων με την εκκλησία της Παναγίας να ξεχωρίζει και τον οικισμό Στεφανάντων, αλλά και νοτιανατολικά χωριά, όπως το Σαράντων στο οποίο θα κατευθυνθούμε στη συνέχεια.
Σαράντων
Καθ’ οδόν προς το Σαράντων είδαμε από μακριά μια εκκλησία που ίσως να ήταν του χωριού Τσαχματάντων και μπήκαμε στην Μόχωρα που αναφέρεται ως πολυπληθέστατο χωριό, μα τώρα μόνο λίγα σπίτια συναντήσαμε. Δεν σταθήκαμε στην εκκλησία του Γενεθλίου της Θεοτόκου με την περίτεχνη πλαϊνή είσοδό της με τους δύο κίονες και το τόξο. Η εικόνα της πάντως είναι απογοητευτική, δίχως σκεπή και με ραγισμένους τοίχους είναι θέμα χρόνου να καταρρεύσει στη διάρκεια κάποιου βαρύ χειμώνα.
Ήδη από τον Αληθινό φαινόταν πάνω σε ένα παρχάρι απείρου κάλλους μια εκκλησία μόνη, να εποπτεύει ολόκληρη την περιοχή της Κρώμνης. Βρισκόμαστε σε υψόμετρο τουλάχιστον 1800 μέτρων. Όσο πλησιάζαμε, η μαγεία που δημιουργούσε το πράσινο του παρχαριού με το γαλάζιου τ’ ουρανού κι ανάμεσά τους την εκκλησία με συνέπαιρνε. Το σημερινό Σαράντων δεν είναι πάνω από δέκα σπίτια. Στην άκρη τους στέκει μόνος του σε μικρό λοφίσκο, που μοιάζει με αρχαίο τύμβο, ο ναός του αγ. Θεοδώρου του Στρατηλάτη. Αφήσαμε το αυτοκίνητο δίπλα στα τελευταία σπίτια και περπατήσαμε μέσα στο υπέροχο παρχάρι ως την εκκλησία. Η θέα των πράσινων βουνοκορφών από το σημείο αυτό κόβει την ανάσα. Ο ναός δεν έχει σκεπή, στις κόγχες σώζεται το λουλάκι, η είσοδος με την τοξοειδή μορφή και τους ψευδοκίονες στο πλάι μοιάζει με πύλη κάστρου. Το παλιό Σαράντων όμως άφαντο, όπως και τόσα άλλα τα κατάπιε ο χρόνος και η λήθη. Εδώ αξίζει να σταθείς για πολλή ώρα, να σε αρπάξει η φύση, να σε σηκώσει στον ουρανό και να νιώσεις ελαφρύς σαν πουλί. Είναι από τις γωνιές του κόσμου που νιώθεις ευγνωμοσύνη για την ίδια σου την ύπαρξη, για το σύμπαν.
Ίμερα (Olucak)
Μοναστήρι αγίου Ιωάννη Προδρόμου
Από το Σαράντων διασχίσαμε ένα μεγάλο μέρος του όρους Θήχου, ένα πέρασμα που οι ντόπιοι χριστιανοί ονόμαζαν Κοχρακοφωλιές, και πέσαμε πάνω από την Ίμερα. Πρώτη στάση, πριν κατέβουμε στο χωριό, το γυναικείο μοναστήρι του αγίου Ιωάννη Προδρόμου που σήμερα 29 Αυγούστου θα πανηγύριζε την αποτομή της κεφαλής του αγίου. Μπροστά στο μοναστήρι στέκει ακόμα μία ταμπέλα, η οποία αυτή την φορά έχει το κείμενο και σε αραβική μετάφραση—ενδεικτικό του επιθυμητού τουρισμού της Τουρκίας. Αναρωτιέμαι αν η αραβική μετάφραση είναι εξίσου κακή με την αγγλική. Δίπλα στον δρόμο και έξω από τα τείχη της μονής υπάρχει μια γάργαρη πηγή (το αγίασμα της μονής) χτισμένη με πέτρα και ανοίγματα στο κάτω μέρος για να τρέχει το νερό, μέσα σε ένα αυλάκι που έχει δημιουργηθεί από πέτρινο τοίχο. Περπατήσαμε στο πλάι των ανατολικών τειχών της μονής που σώζονται ακόμα σε μεγάλο ύψος και μπήκαμε στον αυλόγυρο από ένα άνοιγμα που βρίσκεται ανάμεσα στα κελιά των μοναχών και των αλλοτινών επισκεπτών που ήταν δίπατα και το καθένα είχε την γωνιά του, το τζάκι του. Σήμερα βρίσκονται σε ερειπιώδη κατάσταση αλλά ο αριθμός τους—σχημάτιζαν ένα Π γύρω από το καθολικό—μαρτυρά ένα εύρωστο μοναστήρι το οποίο λέγεται ότι χτίστηκε στα μέσα του 14ου αιώνα. Το καθολικό έτυχε αναπαλαίωσης πρόσφατα αλλά το βρήκαμε κλειστό. Μπορέσαμε να δούμε το εσωτερικό της τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο από τα παράθυρα του ιερού. Δεν σώζεται καμία απολύτως αγιογραφία. Πάνω από ένα παράθυρο από την πλευρά της εισόδου σώζεται ένας φθαρμένος ανάγλυφος δικέφαλος αετός και πάνω από την είσοδο σώζεται η ακόλουθη επιγραφή:
Οἰκοδομήθη ὁ πάνσεπτος οὖτος ναός τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Πρφή [Προφήτου] Πρδ [Προδρόμου] καί Βπστ [Βαπτιστοῦ] Ἰωάννου τῆς Μνς [Μονῆς] Γήμερας ἐπί βασ[ιλείας] Ἀπτούλ Με<τζίτ> καί ἐπί τοῦ Χαλδ[ίας] Θεοφί[λου] διά συνδρμς [συνδρομῆς] τῆς <καθηγ>ουμένης Ῥωξάνης Ῥάτπ καί σύν βοηθήᾳ <τῶν ε>ὐσεβῶν καί ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἀμήν. Ὁ πρωτομαΐστωρας Γρηγόρης Χρυσουλίδης, Μαΐου 1[;], Ἔτος 1859.
Πίσω από το μοναστήρι στην πλαγιά του βουνού σώζονται τα ερείπια της οικίας της οικογένειας του Αγαθάγγελου Φωστηρόπουλου. Μπήκαμε μέσα στο σπίτι και περπατήσαμε στα ερείπια των δωματίων που δίχως στέγη γίνονται έρμαιο του καιρού.
Ίμερα
Το χωριό βρίσκεται πιο χαμηλά από το γυναικείο μοναστήρι στις υπώρειες του όρους Θήχου. Αρχικά είδαμε το τζαμί του χωριού που φέρει χρονολογία 1912. Το παράδοξο είναι ότι μάλλον πρόκειται για την δημοτική σχολή της Ίμερας που ιδρύθηκε το 1912 και της οποίας την χρονολογία εκλαμβάνουν ως χρονολογία του τζαμιού. Λίγο μετά, στον κεντρικό δρόμο του σπιτιού υπάρχει μια ανοιχτωσιά όπου βρίσκεται το ερείπιο της εκκλησίας του αγίου Ευγενίου. Πρόκειται για τον βόρειο τοίχο της εκκλησίας με δύο πόρτες (μία εξωτερική και μία από το εσωτερικό της εκκλησίας) και τρία παράθυρα μέσα σε μεγάλα τόξα. Περνώντας την πόρτα βλέπουμε μια αψιδωτή χαμηλοτάβανη αίθουσα σαν στοά, που χρησιμοποιείται ως αποθήκη. Η υπόλοιπη εκκλησία είναι διαλυμένη και η πλατεία μπροστά της έχει γίνει μεγαλύτερη.
Στους πίσω δρόμους σώζονται πολλά πέτρινα σπίτια. Σε ένα από τα δίπατα σπίτια που συναντήσαμε μιλήσαμε στην οικογένεια, η οποία δέχτηκε να μας δείξει το εσωτερικό του σπιτιού. Στην ξυλόσομπα που ήταν τοποθετημένη μπροστά σε μια καμάρα χαμηλή (πιθανόν παλιότερα ήταν εκεί το τζάκι) έβραζε ρυζόγαλο κι από πάνω έβραζε το τσάι—νύχτωνε και η ψύχρα ήταν ήδη αισθητή. Απέναντι ήταν δύο δωμάτια και δίπλα η εσωτερική σκάλα που έβγαζε στον πάνω όροφο. Στο πίσω μέρος του ισόγειου χώρου ανοίγεται ένα δωμάτιο με ταβάνι από λεπτούς κορμούς δέντρων και στα αριστερά μια ψηλή αψίδα σαν ιερό εκκλησίας και μία τρύπα στο πάνω μέρος (μάλλον μεταγενέστερη). Στο κέντρο μια μικρότερη χαμηλή αψιδοειδής εσοχή τράβηξε κι άλλο την προσοχή μας. Είναι πιθανόν λοιπόν πριν τα μέσα του 19ου αιώνα εδώ να ήταν το αυτοσχέδιο ιερό μιας οικογένειας κρυπτοχριστιανών. Καθώς μια τόσο ψηλή αψίδα με βάθος μέσα στο σπίτι τι θα εξυπηρετούσε; Περπατήσαμε στην Ίμερα αρκετά μέχρι που έπεσε η νύχτα. Φεύγοντας πιάσαμε την κουβέντα σε μια γιαγιά της οποίας τα εγγόνια, που ζουν στην Τραπεζούντα, πουλούσαν πύλινες γάστρες (gudu) για ρυζόγαλο. Αγόρασα μία τέτοια και τα παιδιά μας έβαλαν στο ισόγειο του σπιτού όπου έψηναν το δικό τους ρυζόγαλο στην ξυλόσομπα. Το ισόγειο χωριζόταν σε δύο χώρους με μια πέτρινη μεγάλη καμάρα. Έφυγα χαρούμενος από εκεί με το γκουντού μου στο χέρι, με το μυαλό γεμάτο εικόνες από την Κρώμνη και την Ίμερα. Αυριανός προορισμός μας τα χωριά της Σάντας.
Σάντα (Santa)
Μόλις 64 χιλιόμετρα απέχει από την Αργυρούπολη ένας άλλος μικρός παράδεισος: το οροπέδιο Τάσκιοπρού (Taşköprü Yaylası). Αν κανείς επισκεφτεί τα χωριά-φαντάσματα της Σάντας θα πρέπει να αφιερώσει λίγη ώρα στο μεγάλο αυτό οροπέδιο, που λέγεται ότι αποτελείται από πάνω από εκατό παρχάρια, για να απολαύσει το τοπίο.
Τάσκιοπρού (Taşköprü Yaylası)
Το οροπέδιο αυτό με τα ατέλειωτα παρχάρια του έχει χαρακτηριστεί ως ο πράσινος παράδεισος της Αργυρούπολης σε υψόμετρο 2.140 μέτρων. Πήρε το όνομά του από ένα μικρό πέτρινο γεφύρι κάτω από το οποίο περνάει ο ποταμός Γιάμπολης (Yanbolu). Το τοπίο είναι πράγματι μαγευτικό, ένα απαλό πράσινο χαλί καλύπτει όλες τις κορυφές. Γύρω κατσίκια, πρόβατα και αγελάδες ανά πολυπληθή κοπάδια βόσκουν ενώ η ανθρώπινη παρουσία είναι τόσο διακριτική (υπάρχουν βέβαια και κάποιες παραφωνίες) που αυξάνεται η απόλαυση. Αφιερώσαμε κάμποση ώρα ξαπλωμένοι στην πρασινάδα ανάμεσα σε κοπάδια ζώων που δεν έδειξαν να ενοχλούνται. Ξάφνου όμως ακούστηκε πέρα, κάπου απροσδιόριστα αρχικά, ένα βουητό αρκούντως ενοχλητικό που όλο και δυνάμωνε. Λίγο μετά ξεχώρισαν οι σιλουέτες τεσσάρων μοτοσικλετιστών που έκαναν μότοκρος με την απαραίτητη αμφίεση, ανεβοκατεβαίνοντας τις πλαγιές με εντυπωσιακή ταχύτητα και άλματα. Αν και στην αρχή το βρήκαμε παρασιτικό, το θέαμα ήταν πρωτόγνωρο και αφεθήκαμε να τους χαζεύουμε μέχρι που χάθηκαν από το οπτικό μας τοπίο. Μετά από λίγο πήραμε κι εμείς τον δρόμο προς τα χωριά της Σάντας που δεν απέχουν πολύ από εδώ.
Πιστοφάντων-Σάντα (Santa–Dumanlı)
H περιοχή Σάντα, όπως και η Κρώμνη, και η Τόνια μα και οι άλλες ορεινές κατοικημένες περιοχές του Πόντου, αποτελείται από ίδιας μορφής οικισμούς που κρέμονται πάνω στις πλαγιές σαν αετοφωλιές. Έχει ενδιαφέρον ότι από την μεριά του Γιάνμπολη ποταμού που βρίσκονται όλα τα χωριά της Σάντας (εκτός από ένα, το Ζουρνατσάντων) η βλάστηση είναι χαμηλή ενώ στην απέναντι πλευρά του ποταμού υπάρχει ελατόδασος διακοπτόμενο από παρχάρια. Τα επτά χωριά της Σάντας είναι επί της ουσίας χωριά-φαντάσματα, υπάρχουν ελάχιστοι κάτοικοι τα καλοκαίρια ενώ σε κάποια δεν υπάρχει ίχνος ανθρώπινης παρουσίας. Ο μεγαλύτερος οικισμός είναι το Πιστοφάντων σε υψόμετρο 1600 μέτρων. Στο Πιστοφάντων ανάμεσα σε πολλά ερείπια πέτρινων σπιτιών δεσπόζει η εκκλησία του αγ. Χριστοφόρου. Η σκεπή έχει πέσει αλλά και πάλι εντυπωσιάζει η τρίκλιτη βασιλική για την οποία δεν έχει ληφθεί καμία απολύτως μέριμνα. Η εκκλησία έχει δύο πλαϊνές εισόδους εκ των οποίων η μία διασώζει το λουλακί χρώμα της αψίδας της και ένα μεγάλο ανάγλυφο σταυρό. Πίσω από το ιερό της εκκλησίας, επί του δρόμου, βρίσκεται το αγίασμα ή κρήνη του αγίου Χριστοφόρου, πρόκειται για μια πέτρινη αψιδωτή σκεπαστή βρύση με αρκετό βάθος (χωρά 6-8 ανθρώπους) και έναν κρουνό απ’ όπου πηγάζει το νερό. Τα ερείπια του δίπατου δημοτικού σχολείου του χωριού είναι λίγο πιο κάτω από την εκκλησία του αγίου Χριστοφόρου. Τα περισσότερα σπίτια είναι κατεστραμμένα μέχρι θεμελίων. Στην χαμηλότερη άκρη του χωριού σώζεται το ερείπιο μιας μικρότερης εκκλησίας, μάλλον παρεκκλησιού, που πιθανόν ταυτίζεται με αυτό της αγίας Κυριακής.
Κοζλαράντων και Ζουρνατσάντων
Συνεχίσαμε τον δρόμο βόρεια μέχρι του σημείου που ήταν προσβάσιμος χωρίς να κατεβούμε προς τον ποταμό Γιάνμπολη. Εκεί βρίσκονται τα ερείπια του χωριού Κοζλαράντων όπου ξεχωρίζει μία εκκλησία, η των αγίων Πέτρου και Παύλου. Η πρόσβαση στο χωριό είναι αδύνατη με αυτοκίνητο λόγω της βλάστησης που κάλυψε τον δρόμο και δεν επιχειρήσαμε να περπατήσουμε ως εκεί. Η θέα από το σημείο αυτό μέσα στην κοιλάδα του ποταμού είναι καταπληκτική. Στην απέναντι πλευρά ξεχωρίζει το χωριό Ζουρνατσάντων, καταμεσής ενός παρχαριού που τριγύρω του έχει έλατα. Το Ζουρνατσάντων μοιάζει να έχει περισσότερη ζωή από το Πιστοφάντων αφού διακρίνονται ανακατασκευασμένα σπίτια. Διακρίνονται επίσης πεντακάθαρα από εδώ οι δύο εκκλησίες του αγίου Γεωργίου και του αγίου Κωνσταντίνου. Δεν επισκεφτήκαμε το Ζουρνατσάντων από κοντά, αρκεστήκαμε στη θέα του εκ του μακρόθεν.
Τσακαλάντων (Çakallı)
Επιστρέψαμε στο Πιστοφάντων με στόχο να βρούμε τον δρόμο προς το Τσακαλάντων που βρίσκεται ψηλότερα. Δυσκολευτήκαμε λίγο να βρούμε τον σωστό δρόμο αλλά τα καταφέραμε και βγήκαμε στον δρόμο που κόβει, θα λέγαμε, το χωριό στα δύο. Η πρόσβαση στο εσωτερικό της κάτω πλευράς με αυτοκίνητο είναι αδύνατη. Αποφασίσαμε να μπούμε με τα πόδια. Η βλάστηση μας δυσκόλεψε κάπως αλλά το χειρότερο δεν ήταν αυτό. Ελλείψει δρόμων ξαφνικά βρισκόμασταν εγκλωβισμένοι σε απροσπέλαστους θάμνους και έπρεπε να βρούμε πιο προσβάσιμα μονοπάτια. Με τα πολλά βρεθήκαμε κάτω από την κεντρική εκκλησία του χωριού, την Ζωοδόχο Πηγή, και θελήσαμε να μπούμε στο εσωτερικό της από την πλαϊνή είσοδο. Δεν υπολογίσαμε όμως ότι το νερό που ακούγαμε τόση ώρα να ρέει από το αγίασμα απέναντι από την κεντρική είσοδο του ναού είχε δημιουργήσει έναν βάλτο. Κι έτσι βρεθήκαμε σε μια εφιαλτική κατάσταση: να βουτάμε στη λάσπη και να μας επιτίθενται τα κουνούπια. Μπήκαμε στην ασκεπή εκκλησία όσο γινόταν λόγω της άγριας βλάστησης και εκτός από τους ανάγλυφους σταυρούς πάνω από τις εισόδους δεν είδαμε τίποτα άλλο αξιόλογο. Μόνο θλιβερά ερείπια, η σιωπή των οποίων όταν την αφουγκράζεσαι είναι εκκωφαντική. Ξαναβρεθήκαμε στον βάλτο μέχρι να βρούμε ένα στεγνό μονοπάτι. Το χωριό είναι πανέμορφο ακόμα κι έτσι παρατημένο. Η πάνω πλευρά του έχει κάποια σπίτια σε σχετικά καλή κατάσταση αλλά και αρκετά θεμέλια χαμένων σπιτιών. Εκεί υπάρχει το ερείπιο της εκκλησίας του αγίου Γεωργίου και το διώροφο δημοτικό σχολείο η ξύλινη στέγη του οποίου είναι μισογκρεμισμένη.
Ισχανάντων (İshanlı)
Επόμενη στάση μας ακόμη μία μοναδικού κάλλους τοποθεσία της Σάντας, το χωριό Ισχανάντων. Ισχάν, λέξη αρμενική, σημαίνει πρίγκηπας. Δεν γνωρίζω αν υπήρξε αρμενοχώρι ούτε, σε άλλη περίπτωση, με ποιο τρόπο προέκυψε το τοπωνύμιο από αρμενική λέξη. Λίγο μετά την είσοδο στο χωριό και κάτω από τον κεντρικό δρόμο φαίνεται η εκκλησία, μάλλον η της αγίας Κυριακής. Η ασκεπής εκκλησία δυστυχώς δεν είναι προσβάσιμη στο εσωτερικό: ένα δάσος από πανύψηλες τσουκνίδες σε κρατάει αρκετά μέτρα μακριά από την είσοδό της. Πάνω από τον δρόμο διακρίνεται ένα μεγάλο κτίσμα διώροφο—με μισοκατεστραμμένη σκεπή που είχε επενδυθεί με λαμαρίνες—που μάλλον ήταν η δημοτική σχολή του Ισχανάντων, αφού μοιάζει με όλα τα άλλα σχολεία που συναντήσαμε στην περιοχή της Αργυρούπολης. Το χωριό μοιάζει να ήταν ιδιαίτερα μεγάλο με αρκετό πληθυσμό. Πολλά σπίτια έχουν διατηρηθεί γιατί απέκτησαν κάποτε μεταλλική στέγη και είναι κλειδωμένα. Είδαμε κάποιους ανθρώπους που περνούν εδώ μερικές μέρες του καλοκαιριού και μιλήσαμε μαζί τους. Όλοι τους ζουν στην Τραπεζούντα κι εδώ, μάλλον σε ένα ιδιαίτερο καθεστώς κατάληψης κάποιων σπιτιών σε παρελθούσες δεκαετίες, έρχονται για μικρά χρονικά διαστήματα όταν το επιτρέπει η εργασία τους. Εντύπωση μου έκανε ένα κτίσμα, με κόκκινα μέταλλα για μόνωση από το κρύο, που χρησιμοποιείται ως τζαμί αλλά δεν έχει μιναρέ. Περπατήσαμε ως την άκρη του χωριού και είδαμε μια σκεπαστή κρήνη παρόμοια με αυτή του αγίου Χριστοφόρου στο Πιστοφάντων, σχετικά ευρύχωρη (χωρά 4-5 ανθρώπους) με σκαλισμένη χρονολογία 1892. Η θέα προς το Ζουρνατσάντων απέναντι είναι υπέροχη και βρισκόμαστε σαφώς πιο ψηλά από τα υπόλοιπα χωριά της Σάντας, σε υψόμετρο περί τα 2000 μέτρα. Χαμηλότερα από το Ισχνανάντων διακρίνονται τα ερείπια του οικισμού Τερζάντων.
Αφήσαμε πίσω μας το Ισχανάντων, το Πιστοφάντων και τα υπόλοιπα ερημωμένα και ερειπωμένα χωριά της Σάντας κατηφορίζοντας προς τον ποταμό Γιάνμπολη πλάι στον οποίο οδεύσαμε προς την Τραπεζούντα ανάμεσα σε πέτρινα γεφύρια και φουντούκια. Κυριακή και αρκετός κόσμος έχει βγει στις όχθες του ποταμού για να φάει ψήνοντας στη φωτιά πάνω σε αυτοσχέδιες πυροστιές λίγο κρέας και βεβαίως για να βράσει τσάι. Η εικόνα τους ανάμεσα στις πρασινάδες και τα νερά του ποταμού είναι ένα όμορφο θέαμα που μαρτυρά την σχέση που έχουν οι κάτοικοι της περιοχής με το τόσο επιβλητικό φυσικό περιβάλλον στο οποίο κατοικούν. Ο Πόντος, αν και είδα μόνο ένα κομμάτι του, είναι ένας κόσμος χωριστός στη Μικρά Ασία, ένας κόσμος υδάτινος που σε γεμίζει ζωή και αγάπη για την περιπλάνηση.