Ιωάννης Παπαχρήστου

Author: Ioannis Papachristou (Page 1 of 3)

Κρώμνη, Ίμερα και Σάντα Πόντου

Αύγουστος 2021

Κρώμνη (Krom, Korom)

Με αφετηρία την Αργυρούπολη ο ταξιδιώτης χρειάζεται περίπου 38 χιλιόμετρα για να φτάσει στους οικισμούς της Κρώμνης. Η διαδρομή έχει τα χρώματα της περιοχής της Αργυρούπολης: βουνά σχεδόν γυμνά με πολύ αραιή χαμηλή βλάστηση. Τα χωριά της Κρώμνης είναι και γνωστά ως τα χωριά των κρυπτοχριστιανών, καθώς στην πλειονότητά τους οι κάτοικοι (για διάφορους λόγους που δεν είναι τόπος για να εκτεθούν) ήταν δίπιστοι ή κλωστοί (το ρ. κλώθω στα ποντιακά έχει την σημασία του γυρίζω). Σημαντικό όμως είναι να αναφερθεί ότι η δημιουργία χωριών σε υψόμετρα των 1500 και 2000 μέτρων οφείλεται εν μέρει στις τακτικές εξισλαμισμού των χριστιανών του Πόντου που διέφευγαν προς τα βουνά.

Σαμιανάντων και Φραγκάντων

Η δική μας διαδρομή δεν πέρασε από όλα τα χωριά της Κρώμνης—χρειάζονται τουλάχιστον δύο μέρες. Προσπεράσαμε τον δρόμο που στρίβει προς το Σταυρίν (Uğurtaşı) και τα πέριξ αυτού χωριά και συνεχίσαμε από το Παρτίν προς την Γλούβενα (μια εκκλησία μόνη πάνω στο βουνό ίσως να ήταν της Άνω Γλούβενας) και προς το χωριό Σιαμανάντων. Το πρώτο τζαμί που είδαμε εδώ και πολλή ώρα βρίσκεται εδώ και πρόκειται για τον ναό του αγίου Γεωργίου Σιαμανάντων (Bulutluyayla camii). Παρά τις σημαντικές φθορές του, ο ναός δέχεται τους λιγοστούς μουσουλμάνους που ζουν εδώ. Πολύ λίγα σπίτια βλέπει κανείς σε όλα αυτά τα χωριά, εικόνα που δεν μοιάζει σε τίποτα με αυτήν προ του 1922. Στον καφενέ δίπλα στην εκκλησία συναντήσαμε μόλις τρεις άνδρες να λιάζονται. Ο ευρύχωρος ναός μοιάζει δυσανάλογος με το σημερινό μέγεθος του χωριού. Λίγο πιο πάνω επισκεφτήκαμε κάποια σπίτια του 19ου αιώνα, πάνω από το ρέμα που πηγάζει στο βουνό. Τριγύρω η οικογένεια που κατοικεί εκεί έχει στήσει μελίσσια. Συνεχίσαμε περνώντας κάτω από τον οικισμό Φραγκάντων με ελάχιστα σπίτια διάσπαρτα και την εκκλησία ερειπωμένη. Αυτός ο δρόμος μάς έβγαλε στον Αληθινό της Κρώμνης.

Αληθινός

Το τοπίο από τον Αληθινό και πέρα πιάνει να πρασινίζει περισσότερο, επειδή βρισκόμαστε στις νότιες παρυφές της Ματσούκας, αν και δεν συναντάμε πυκνό δάσος. Στον Αληθινό δεσπόζει η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου. Μπροστά στην εκκλησία η Διεύθυνση Πολιτισμού και Τουρισμού της περιοχής έχει τοποθετήσει μια ταμπέλα που δίνει ανιστόρητες πληροφορίες στα τουρκικά και σε κάκιστα αγγλικά. Η εκκλησία είναι τρίκλιτη βασιλική, όπως σχεδόν όλες οι εκκλησίες του Πόντου, και μάλλον δεν χρονολογείται νωρίτερα από τα τέλη του 18ου αιώνα. Η σκεπή της δεν έχει καταρρεύσει αλλά οι πληγές της είναι σοβαρές. Στο μεσαίο κλίτος πάνω από τους κίονες σώζονται ίχνη από τις αγιογραφίες και την ζωγραφική διακόσμηση του ναού. Στον κεντρικό θόλο αυτού του κλίτους ξεχωρίζουν τέσσερα χερουβείμ με γαλάζιο χιτώνα στις άκρες και από πάνω τους μέσα σε κύκλο βρίσκονται οι τέσσερις Ευαγγελιστές, εκ των οποίων ο ένας είναι σχεδόν απείραχτος, ο άγιος Ιωάννης, ενώ δίπλα του είναι ο άγιος Λουκάς φθαρμένος. Οι άλλοι δύο, σχεδόν εντελώς κατεστραμμένοι, είναι οι άγιοι Ματθαίος και Μάρκος. Στα παράθυρα σώζονται τα ζωγραφισμένα περιγράμματα που καταλήγουν σε ένα σταυρό καθώς και νωπογραφίες σε άλλα σημεία του ναού. Το πάτωμα ήταν καλυμμένο από μεγάλα κομμάτια πέτρας και σε διάφορα σημεία οι κυνηγοί θησαυρών που αναζητούν κρύπτες έχουν επιχειρήσει βλακώδεις «ανασκαφές» που προξενούν μόνο ζημιές στο κτίσμα. Έξω από τον ναό υπάρχει μια κρήνη με σύγχρονη επιγραφή που αφιερώνεται στη μνήμη των: Hacı Ayşe ve Hacı Mustafa Ayaz ruhlarına el Fatiha. Από την τοποθεσία αυτή μπορείς να δεις πολλά από τα χωριά της δυτικής Κρώμνης, όπως το χωριό Ματζάντων με την εκκλησία της Παναγίας να ξεχωρίζει και τον οικισμό Στεφανάντων, αλλά και νοτιανατολικά χωριά, όπως το Σαράντων στο οποίο θα κατευθυνθούμε στη συνέχεια.

Σαράντων

Καθ’ οδόν προς το Σαράντων είδαμε από μακριά μια εκκλησία που ίσως να ήταν του χωριού Τσαχματάντων και μπήκαμε στην Μόχωρα που αναφέρεται ως πολυπληθέστατο χωριό, μα τώρα μόνο λίγα σπίτια συναντήσαμε. Δεν σταθήκαμε στην εκκλησία του Γενεθλίου της Θεοτόκου με την περίτεχνη πλαϊνή είσοδό της με τους δύο κίονες και το τόξο. Η εικόνα της πάντως είναι απογοητευτική, δίχως σκεπή και με ραγισμένους τοίχους είναι θέμα χρόνου να καταρρεύσει στη διάρκεια κάποιου βαρύ χειμώνα.

Ήδη από τον Αληθινό φαινόταν πάνω σε ένα παρχάρι απείρου κάλλους μια εκκλησία μόνη, να εποπτεύει ολόκληρη την περιοχή της Κρώμνης. Βρισκόμαστε σε υψόμετρο τουλάχιστον 1800 μέτρων. Όσο πλησιάζαμε, η μαγεία που δημιουργούσε το πράσινο του παρχαριού με το γαλάζιου τ’ ουρανού κι ανάμεσά τους την εκκλησία με συνέπαιρνε. Το σημερινό Σαράντων δεν είναι πάνω από δέκα σπίτια. Στην άκρη τους στέκει μόνος του σε μικρό λοφίσκο, που μοιάζει με αρχαίο τύμβο, ο ναός του αγ. Θεοδώρου του Στρατηλάτη. Αφήσαμε το αυτοκίνητο δίπλα στα τελευταία σπίτια και περπατήσαμε μέσα στο υπέροχο παρχάρι ως την εκκλησία. Η θέα των πράσινων βουνοκορφών από το σημείο αυτό κόβει την ανάσα. Ο ναός δεν έχει σκεπή, στις κόγχες σώζεται το λουλάκι, η είσοδος με την τοξοειδή μορφή και τους ψευδοκίονες στο πλάι μοιάζει με πύλη κάστρου. Το παλιό Σαράντων όμως άφαντο, όπως και τόσα άλλα τα κατάπιε ο χρόνος και η λήθη. Εδώ αξίζει να σταθείς για πολλή ώρα, να σε αρπάξει η φύση, να σε σηκώσει στον ουρανό και να νιώσεις ελαφρύς σαν πουλί. Είναι από τις γωνιές του κόσμου που νιώθεις ευγνωμοσύνη για την ίδια σου την ύπαρξη, για το σύμπαν.

Ίμερα (Olucak)

Μοναστήρι αγίου Ιωάννη Προδρόμου

Από το Σαράντων διασχίσαμε ένα μεγάλο μέρος του όρους Θήχου, ένα πέρασμα που οι ντόπιοι χριστιανοί ονόμαζαν Κοχρακοφωλιές, και πέσαμε πάνω από την Ίμερα. Πρώτη στάση, πριν κατέβουμε στο χωριό, το γυναικείο μοναστήρι του αγίου Ιωάννη Προδρόμου που σήμερα 29 Αυγούστου θα πανηγύριζε την αποτομή της κεφαλής του αγίου. Μπροστά στο μοναστήρι στέκει ακόμα μία ταμπέλα, η οποία αυτή την φορά έχει το κείμενο και σε αραβική μετάφραση—ενδεικτικό του επιθυμητού τουρισμού της Τουρκίας. Αναρωτιέμαι αν η αραβική μετάφραση είναι εξίσου κακή με την αγγλική. Δίπλα στον δρόμο και έξω από τα τείχη της μονής υπάρχει μια γάργαρη πηγή (το αγίασμα της μονής) χτισμένη με πέτρα και ανοίγματα στο κάτω μέρος για να τρέχει το νερό, μέσα σε ένα αυλάκι που έχει δημιουργηθεί από πέτρινο τοίχο. Περπατήσαμε στο πλάι των ανατολικών τειχών της μονής που σώζονται ακόμα σε μεγάλο ύψος και μπήκαμε στον αυλόγυρο από ένα άνοιγμα που βρίσκεται ανάμεσα στα κελιά των μοναχών και των αλλοτινών επισκεπτών που ήταν δίπατα και το καθένα είχε την γωνιά του, το τζάκι του. Σήμερα βρίσκονται σε ερειπιώδη κατάσταση αλλά ο αριθμός τους—σχημάτιζαν ένα Π γύρω από το καθολικό—μαρτυρά ένα εύρωστο μοναστήρι το οποίο λέγεται ότι χτίστηκε στα μέσα του 14ου αιώνα. Το καθολικό έτυχε αναπαλαίωσης πρόσφατα αλλά το βρήκαμε κλειστό. Μπορέσαμε να δούμε το εσωτερικό της τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο από τα παράθυρα του ιερού. Δεν σώζεται καμία απολύτως αγιογραφία. Πάνω από ένα παράθυρο από την πλευρά της εισόδου σώζεται ένας φθαρμένος ανάγλυφος δικέφαλος αετός και πάνω από την είσοδο σώζεται η ακόλουθη επιγραφή:

Οἰκοδομήθη ὁ πάνσεπτος οὖτος ναός τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Πρφή [Προφήτου] Πρδ [Προδρόμου] καί Βπστ [Βαπτιστοῦ] Ἰωάννου τῆς Μνς [Μονῆς] Γήμερας ἐπί βασ[ιλείας] Ἀπτούλ Με<τζίτ> καί ἐπί τοῦ Χαλδ[ίας] Θεοφί[λου] διά συνδρμς [συνδρομῆς] τῆς <καθηγ>ουμένης Ῥωξάνης Ῥάτπ καί σύν βοηθήᾳ <τῶν ε>ὐσεβῶν καί ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἀμήν. Ὁ πρωτομαΐστωρας Γρηγόρης Χρυσουλίδης, Μαΐου 1[;], Ἔτος 1859.

Πίσω από το μοναστήρι στην πλαγιά του βουνού σώζονται τα ερείπια της οικίας της οικογένειας του Αγαθάγγελου Φωστηρόπουλου. Μπήκαμε μέσα στο σπίτι και περπατήσαμε στα ερείπια των δωματίων που δίχως στέγη γίνονται έρμαιο του καιρού.

Ίμερα

Το χωριό βρίσκεται πιο χαμηλά από το γυναικείο μοναστήρι στις υπώρειες του όρους Θήχου. Αρχικά είδαμε το τζαμί του χωριού που φέρει χρονολογία 1912. Το παράδοξο είναι ότι μάλλον πρόκειται για την δημοτική σχολή της Ίμερας που ιδρύθηκε το 1912 και της οποίας την χρονολογία εκλαμβάνουν ως χρονολογία του τζαμιού. Λίγο μετά, στον κεντρικό δρόμο του σπιτιού υπάρχει μια ανοιχτωσιά όπου βρίσκεται το ερείπιο της εκκλησίας του αγίου Ευγενίου. Πρόκειται για τον βόρειο τοίχο της εκκλησίας με δύο πόρτες (μία εξωτερική και μία από το εσωτερικό της εκκλησίας) και τρία παράθυρα μέσα σε μεγάλα τόξα. Περνώντας την πόρτα βλέπουμε μια αψιδωτή χαμηλοτάβανη αίθουσα σαν στοά, που χρησιμοποιείται ως αποθήκη. Η υπόλοιπη εκκλησία είναι διαλυμένη και η πλατεία μπροστά της έχει γίνει μεγαλύτερη.

Στους πίσω δρόμους σώζονται πολλά πέτρινα σπίτια. Σε ένα από τα δίπατα σπίτια που συναντήσαμε μιλήσαμε στην οικογένεια, η οποία δέχτηκε να μας δείξει το εσωτερικό του σπιτιού. Στην ξυλόσομπα που ήταν τοποθετημένη μπροστά σε μια καμάρα χαμηλή (πιθανόν παλιότερα ήταν εκεί το τζάκι) έβραζε ρυζόγαλο κι από πάνω έβραζε το τσάι—νύχτωνε και η ψύχρα ήταν ήδη αισθητή. Απέναντι ήταν δύο δωμάτια και δίπλα η εσωτερική σκάλα που έβγαζε στον πάνω όροφο. Στο πίσω μέρος του ισόγειου χώρου ανοίγεται ένα δωμάτιο με ταβάνι από λεπτούς κορμούς δέντρων και στα αριστερά μια ψηλή αψίδα σαν ιερό εκκλησίας και μία τρύπα στο πάνω μέρος (μάλλον μεταγενέστερη). Στο κέντρο μια μικρότερη χαμηλή αψιδοειδής εσοχή τράβηξε κι άλλο την προσοχή μας. Είναι πιθανόν λοιπόν πριν τα μέσα του 19ου αιώνα εδώ να ήταν το αυτοσχέδιο ιερό μιας οικογένειας κρυπτοχριστιανών. Καθώς μια τόσο ψηλή αψίδα με βάθος μέσα στο σπίτι τι θα εξυπηρετούσε; Περπατήσαμε στην Ίμερα αρκετά μέχρι που έπεσε η νύχτα. Φεύγοντας πιάσαμε την κουβέντα σε μια γιαγιά της οποίας τα εγγόνια, που ζουν στην Τραπεζούντα, πουλούσαν πύλινες γάστρες (gudu) για ρυζόγαλο. Αγόρασα μία τέτοια και τα παιδιά μας έβαλαν στο ισόγειο του σπιτού όπου έψηναν το δικό τους ρυζόγαλο στην ξυλόσομπα. Το ισόγειο χωριζόταν σε δύο χώρους με μια πέτρινη μεγάλη καμάρα. Έφυγα χαρούμενος από εκεί με το γκουντού μου στο χέρι, με το μυαλό γεμάτο εικόνες από την Κρώμνη και την Ίμερα. Αυριανός προορισμός μας τα χωριά της Σάντας.

Σάντα (Santa)

Μόλις 64 χιλιόμετρα απέχει από την Αργυρούπολη ένας άλλος μικρός παράδεισος: το οροπέδιο Τάσκιοπρού (Taşköprü Yaylası). Αν κανείς επισκεφτεί τα χωριά-φαντάσματα της Σάντας θα πρέπει να αφιερώσει λίγη ώρα στο μεγάλο αυτό οροπέδιο, που λέγεται ότι αποτελείται από πάνω από εκατό παρχάρια, για να απολαύσει το τοπίο.

Τάσκιοπρού (Taşköprü Yaylası)

Το οροπέδιο αυτό με τα ατέλειωτα παρχάρια του έχει χαρακτηριστεί ως ο πράσινος παράδεισος της Αργυρούπολης σε υψόμετρο 2.140 μέτρων. Πήρε το όνομά του από ένα μικρό πέτρινο γεφύρι κάτω από το οποίο περνάει ο ποταμός Γιάμπολης (Yanbolu). Το τοπίο είναι πράγματι μαγευτικό, ένα απαλό πράσινο χαλί καλύπτει όλες τις κορυφές. Γύρω κατσίκια, πρόβατα και αγελάδες ανά πολυπληθή κοπάδια βόσκουν ενώ η ανθρώπινη παρουσία είναι τόσο διακριτική (υπάρχουν βέβαια και κάποιες παραφωνίες) που αυξάνεται η απόλαυση. Αφιερώσαμε κάμποση ώρα ξαπλωμένοι στην πρασινάδα ανάμεσα σε κοπάδια ζώων που δεν έδειξαν να ενοχλούνται. Ξάφνου όμως ακούστηκε πέρα, κάπου απροσδιόριστα αρχικά, ένα βουητό αρκούντως ενοχλητικό που όλο και δυνάμωνε. Λίγο μετά ξεχώρισαν οι σιλουέτες τεσσάρων μοτοσικλετιστών που έκαναν μότοκρος με την απαραίτητη αμφίεση, ανεβοκατεβαίνοντας τις πλαγιές με εντυπωσιακή ταχύτητα και άλματα. Αν και στην αρχή το βρήκαμε παρασιτικό, το θέαμα ήταν πρωτόγνωρο και αφεθήκαμε να τους χαζεύουμε μέχρι που χάθηκαν από το οπτικό μας τοπίο. Μετά από λίγο πήραμε κι εμείς τον δρόμο προς τα χωριά της Σάντας που δεν απέχουν πολύ από εδώ.

Πιστοφάντων-Σάντα (SantaDumanlı)

H περιοχή Σάντα, όπως και η Κρώμνη, και η Τόνια μα και οι άλλες ορεινές κατοικημένες περιοχές του Πόντου, αποτελείται από ίδιας μορφής οικισμούς που κρέμονται πάνω στις πλαγιές σαν αετοφωλιές. Έχει ενδιαφέρον ότι από την μεριά του Γιάνμπολη ποταμού που βρίσκονται όλα τα χωριά της Σάντας (εκτός από ένα, το Ζουρνατσάντων) η βλάστηση είναι χαμηλή ενώ στην απέναντι πλευρά του ποταμού υπάρχει ελατόδασος διακοπτόμενο από παρχάρια. Τα επτά χωριά της Σάντας είναι επί της ουσίας χωριά-φαντάσματα, υπάρχουν ελάχιστοι κάτοικοι τα καλοκαίρια ενώ σε κάποια δεν υπάρχει ίχνος ανθρώπινης παρουσίας. Ο μεγαλύτερος οικισμός είναι το Πιστοφάντων σε υψόμετρο 1600 μέτρων. Στο Πιστοφάντων ανάμεσα σε πολλά ερείπια πέτρινων σπιτιών δεσπόζει η εκκλησία του αγ. Χριστοφόρου. Η σκεπή έχει πέσει αλλά και πάλι εντυπωσιάζει η τρίκλιτη βασιλική για την οποία δεν έχει ληφθεί καμία απολύτως μέριμνα. Η εκκλησία έχει δύο πλαϊνές εισόδους εκ των οποίων η μία διασώζει το λουλακί χρώμα της αψίδας της και ένα μεγάλο ανάγλυφο σταυρό. Πίσω από το ιερό της εκκλησίας, επί του δρόμου, βρίσκεται το αγίασμα ή κρήνη του αγίου Χριστοφόρου, πρόκειται για μια πέτρινη αψιδωτή σκεπαστή βρύση με αρκετό βάθος (χωρά 6-8 ανθρώπους) και έναν κρουνό απ’ όπου πηγάζει το νερό. Τα ερείπια του δίπατου δημοτικού σχολείου του χωριού είναι λίγο πιο κάτω από την εκκλησία του αγίου Χριστοφόρου. Τα περισσότερα σπίτια είναι κατεστραμμένα μέχρι θεμελίων. Στην χαμηλότερη άκρη του χωριού σώζεται το ερείπιο μιας μικρότερης εκκλησίας, μάλλον παρεκκλησιού, που πιθανόν ταυτίζεται με αυτό της αγίας Κυριακής.

Κοζλαράντων και Ζουρνατσάντων

Συνεχίσαμε τον δρόμο βόρεια μέχρι του σημείου που ήταν προσβάσιμος χωρίς να κατεβούμε προς τον ποταμό Γιάνμπολη. Εκεί βρίσκονται τα ερείπια του χωριού Κοζλαράντων όπου ξεχωρίζει μία εκκλησία, η των αγίων Πέτρου και Παύλου. Η πρόσβαση στο χωριό είναι αδύνατη με αυτοκίνητο λόγω της βλάστησης που κάλυψε τον δρόμο και δεν επιχειρήσαμε να περπατήσουμε ως εκεί. Η θέα από το σημείο αυτό μέσα στην κοιλάδα του ποταμού είναι καταπληκτική. Στην απέναντι πλευρά ξεχωρίζει το χωριό Ζουρνατσάντων, καταμεσής ενός παρχαριού που τριγύρω του έχει έλατα. Το Ζουρνατσάντων μοιάζει να έχει περισσότερη ζωή από το Πιστοφάντων αφού διακρίνονται ανακατασκευασμένα σπίτια. Διακρίνονται επίσης πεντακάθαρα από εδώ οι δύο εκκλησίες του αγίου Γεωργίου και του αγίου Κωνσταντίνου. Δεν επισκεφτήκαμε το Ζουρνατσάντων από κοντά, αρκεστήκαμε στη θέα του εκ του μακρόθεν.

Τσακαλάντων (Çakallı)

Επιστρέψαμε στο Πιστοφάντων με στόχο να βρούμε τον δρόμο προς το Τσακαλάντων που βρίσκεται ψηλότερα. Δυσκολευτήκαμε λίγο να βρούμε τον σωστό δρόμο αλλά τα καταφέραμε και βγήκαμε στον δρόμο που κόβει, θα λέγαμε, το χωριό στα δύο. Η πρόσβαση στο εσωτερικό της κάτω πλευράς με αυτοκίνητο είναι αδύνατη. Αποφασίσαμε να μπούμε με τα πόδια. Η βλάστηση μας δυσκόλεψε κάπως αλλά το χειρότερο δεν ήταν αυτό. Ελλείψει δρόμων ξαφνικά βρισκόμασταν εγκλωβισμένοι σε απροσπέλαστους θάμνους και έπρεπε να βρούμε πιο προσβάσιμα μονοπάτια. Με τα πολλά βρεθήκαμε κάτω από την κεντρική εκκλησία του χωριού, την Ζωοδόχο Πηγή, και θελήσαμε να μπούμε στο εσωτερικό της από την πλαϊνή είσοδο. Δεν υπολογίσαμε όμως ότι το νερό που ακούγαμε τόση ώρα να ρέει από το αγίασμα απέναντι από την κεντρική είσοδο του ναού είχε δημιουργήσει έναν βάλτο. Κι έτσι βρεθήκαμε σε μια εφιαλτική κατάσταση: να βουτάμε στη λάσπη και να μας επιτίθενται τα κουνούπια. Μπήκαμε στην ασκεπή εκκλησία όσο γινόταν λόγω της άγριας βλάστησης και εκτός από τους ανάγλυφους σταυρούς πάνω από τις εισόδους δεν είδαμε τίποτα άλλο αξιόλογο. Μόνο θλιβερά ερείπια, η σιωπή των οποίων όταν την αφουγκράζεσαι είναι εκκωφαντική. Ξαναβρεθήκαμε στον βάλτο μέχρι να βρούμε ένα στεγνό μονοπάτι. Το χωριό είναι πανέμορφο ακόμα κι έτσι παρατημένο. Η πάνω πλευρά του έχει κάποια σπίτια σε σχετικά καλή κατάσταση αλλά και αρκετά θεμέλια χαμένων σπιτιών. Εκεί υπάρχει το ερείπιο της εκκλησίας του αγίου Γεωργίου και το διώροφο δημοτικό σχολείο η ξύλινη στέγη του οποίου είναι μισογκρεμισμένη.

Ισχανάντων (İshanlı)

Επόμενη στάση μας ακόμη μία μοναδικού κάλλους τοποθεσία της Σάντας, το χωριό Ισχανάντων. Ισχάν, λέξη αρμενική, σημαίνει πρίγκηπας. Δεν γνωρίζω αν υπήρξε αρμενοχώρι ούτε, σε άλλη περίπτωση, με ποιο τρόπο προέκυψε το τοπωνύμιο από αρμενική λέξη. Λίγο μετά την είσοδο στο χωριό και κάτω από τον κεντρικό δρόμο φαίνεται η εκκλησία, μάλλον η της αγίας Κυριακής. Η ασκεπής εκκλησία δυστυχώς δεν είναι προσβάσιμη στο εσωτερικό: ένα δάσος από πανύψηλες τσουκνίδες σε κρατάει αρκετά μέτρα μακριά από την είσοδό της. Πάνω από τον δρόμο διακρίνεται ένα μεγάλο κτίσμα διώροφο—με μισοκατεστραμμένη σκεπή που είχε επενδυθεί με λαμαρίνες—που μάλλον ήταν η δημοτική σχολή του Ισχανάντων, αφού μοιάζει με όλα τα άλλα σχολεία που συναντήσαμε στην περιοχή της Αργυρούπολης. Το χωριό μοιάζει να ήταν ιδιαίτερα μεγάλο με αρκετό πληθυσμό. Πολλά σπίτια έχουν διατηρηθεί γιατί απέκτησαν κάποτε μεταλλική στέγη και είναι κλειδωμένα. Είδαμε κάποιους ανθρώπους που περνούν εδώ μερικές μέρες του καλοκαιριού και μιλήσαμε μαζί τους. Όλοι τους ζουν στην Τραπεζούντα κι εδώ, μάλλον σε ένα ιδιαίτερο καθεστώς κατάληψης κάποιων σπιτιών σε παρελθούσες δεκαετίες, έρχονται για μικρά χρονικά διαστήματα όταν το επιτρέπει η εργασία τους. Εντύπωση μου έκανε ένα κτίσμα, με κόκκινα μέταλλα για μόνωση από το κρύο, που χρησιμοποιείται ως τζαμί αλλά δεν έχει μιναρέ. Περπατήσαμε ως την άκρη του χωριού και είδαμε μια σκεπαστή κρήνη παρόμοια με αυτή του αγίου Χριστοφόρου στο Πιστοφάντων, σχετικά ευρύχωρη (χωρά 4-5 ανθρώπους) με σκαλισμένη χρονολογία 1892. Η θέα προς το Ζουρνατσάντων απέναντι είναι υπέροχη και βρισκόμαστε σαφώς πιο ψηλά από τα υπόλοιπα χωριά της Σάντας, σε υψόμετρο περί τα 2000 μέτρα. Χαμηλότερα από το Ισχνανάντων διακρίνονται τα ερείπια του οικισμού Τερζάντων.

Αφήσαμε πίσω μας το Ισχανάντων, το Πιστοφάντων και τα υπόλοιπα ερημωμένα και ερειπωμένα χωριά της Σάντας κατηφορίζοντας προς τον ποταμό Γιάνμπολη πλάι στον οποίο οδεύσαμε προς την Τραπεζούντα ανάμεσα σε πέτρινα γεφύρια και φουντούκια. Κυριακή και αρκετός κόσμος έχει βγει στις όχθες του ποταμού για να φάει ψήνοντας στη φωτιά πάνω σε αυτοσχέδιες πυροστιές λίγο κρέας και βεβαίως για να βράσει τσάι. Η εικόνα τους ανάμεσα στις πρασινάδες και τα νερά του ποταμού είναι ένα όμορφο θέαμα που μαρτυρά την σχέση που έχουν οι κάτοικοι της περιοχής με το τόσο επιβλητικό φυσικό περιβάλλον στο οποίο κατοικούν. Ο Πόντος, αν και είδα μόνο ένα κομμάτι του, είναι ένας κόσμος χωριστός στη Μικρά Ασία, ένας κόσμος υδάτινος που σε γεμίζει ζωή και αγάπη για την περιπλάνηση.

 

 

Ματσούκα και Αργυρούπολη Πόντου

Αύγουστος 2021

Ματσούκα (Maçka)

Ξεκινήσαμε για την Αργυρούπολη διασχίζοντας την περιοχή της Ματσούκας. Η διαδρομή μέσα από την στενή κοιλάδα της Ματσούκας που την διασχίζει ο Δαφνοπόταμος (Değirmendere), όπου και το χιλιοτραγουδισμένο πέτρινο γεφύρι της Τρίχας, σε βάζει αμέσως στο μικροκλίμα της ευρύτερης περιοχής της Τραπεζούντας. Από πάνω υψώνονται τα κατάφυτα όρη της Ματσούκας, ο Παρυάδρης, η Ζύγανα, το Κουλάνταγ, το Καράκαπαν και το όρος Μελά, όπου το ξακουστό μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Ο σύγχρονος δρόμος ακολουθεί το αρχαίο διάβα του Δαφνοπόταμου που δημιουργείται από την ένωση τριών ποταμών που πηγάζουν στα βουνά. Από τα δεκάδες χωριά της Άνω και Κάτω Ματσούκας, που άλλοτε ήταν πολυπληθή, δεν συναντάμε παρά αραιοκατοικημένα χωριά που έχασαν τον παραδοσιακό αρχιτεκτονικό τους χαρακτήρα και τους γηγενείς Ρωμιούς κατοίκους τους.

Μοναστήρι Παναγίας Σουμελά (Sumela Manastırı)

Έχουν γραφτεί αμέτρητες γραμμές για την μονή της Παναγίας Σουμελά (μαρτυρείται ότι ιδρύθηκε τον 4ο αι.) και τον συμβολισμό της για τους ελληνόφωνους Πόντιους αλλά και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά το 1923, όταν δόθηκε άδεια από το τουρκικό κράτος να επιστραφούν οι κρυμμένες εικόνες από τους τελευταίους μοναχούς της μονής στο παραπλήσιο παρεκκλήσι της αγίας Βαρβάρας (18ος αι.) στους εγκατεστημένους στην Ελλάδα Πόντιους. Η μονή φέτος το καλοκαίρι άνοιξε και πάλι για το κοινό ύστερα από πέντε χρόνια σημαντικών εργασιών αποκατάστασης των χώρων και των τοιχογραφιών της μονής και είναι η μόνη αποκατεστημένη μονή της Ματσούκας, καθώς από τις άλλες ξακουστές μονές του αγίου Ιωάννη του Βαζελώνα και του αγίου Γεωργίου του Περιστερεώτα παρέμειναν μερικά θλιβερά ερείπια να θυμίζουν την ύπαρξή τους. Παίρνοντας τον δρόμο που ανηφορίζει προς το όρος Μελά το τοπίο γίνεται όλο και υγρότερο. Η φρεσκάδα του αέρα, η μυρωδιά του έλατου και του χώματος, ο ήχος των πουλιών σε καθοδηγούν προς μια σχεδόν μυστηριακή πορεία προς την ευεξία. Από τα μοναστήρια που έχω δει να κουρνιάζουν σε εσοχές βράχων, αυτό είναι από τα εντυπωσιακότερα. Ο σημερινός επισκέπτης του μοναστηριού της Παναγίας θα δει αποκατεστημένες τις τοιχογραφίες του καθολικού, τον χώρο της βιβλιοθήκης και του διδασκαλείου, της τράπεζας και του μαγειρείου με τους φούρνους, την κινστέρνα, παρεκκλήσια σε εσοχές του βράχου όπου μετά βίας χωράει ένας άνθρωπος σκυφτός, κάποια επιπλέον κελιά μοναχών λαξευμένα στο βράχο, ενώ ο εντυπωσιακός ξενώνας των εβδομήντα δύο δωματίων, που δίνει την όψη κάστρου στη μονή, αναμένεται να ανοίξει προσεχώς. Αξίζει να σταθεί κανείς προσεκτικά στις εξωτερικές και εσωτερικές τοιχογραφίες του καθολικού της μονής όχι μόνο για την καλλιτεχνική τους αξία αλλά και για έναν άλλο λόγο. Αν και εκ πρώτης όψεως μοιάζουν απολύτως βανδαλισμένες και μουτζουρωμένες, με μια κοντινή ματιά διαπιστώνονται αμέτρητες ενθυμήσεις ανθρώπων που βρέθηκαν εδώ ανά τους πρόσφατους αιώνες και θέλησαν να αποτυπώσουν το όνομά τους, την χρονολογία ή και μια ευχή προς την Παναγία· ο καθένας στη γλώσσα του: ποντιακά, ελληνικά, τουρκικά, ρωσικά, γεωργιανά, καραμανλίδικα. Αυτές οι χαραγμένες επιγραφές αποτελούν πια αναπόσπαστο κομμάτι του μνημείου, της μνήμης και της οικουμενικότητάς του. Ανεβαίνοντας δεξιά στα κελιά πάνω από το καθολικό της μόνης διακρίνονται οι παλαιότερες σωζόμενες τοιχογραφίες της βυζαντινής περιόδου όπου απεικονίζονται ο άγιος Γεώργιος και ο άγιος Δημήτριος έφιπποι να σκοτώνουν τον δράκοντα.

Χαμσίκιοϊ (Hamsiköy)

Για να βγούμε στο όρος Ζύγανα πήραμε τον δρόμο για το Χαμσίκιοϊ, χωριό στα 1.300 μ. υψόμετρο. Όσο πιάνει το μάτι, εκτείνεται μια πρασινάδα πέρα ως πέρα που γαληνεύει το βλέμμα και ξεκουράζει την ψυχή. Κοπάδια να βόσκουν, χωρικοί να ψήνουν το τσάι τους στη λιακάδα. Το χωριό φημίζεται για το ρυζόγαλο (sütlaç) και τα κρέατά του. Σταματήσαμε μπροστά σε δύο ξύλινους ξενώνες που έχουν πια εγκαταλειφθεί. Απέναντι ένας καφενές που σεβίρει ρυζόγαλο μας τράβηξε την προσοχή, μα πρώτα σπεύδουμε στο κρέας. Φάγαμε κεφτέδες από αρνίσιο κρέας με θέα τα παρχάρια του χωριού και καταλήξαμε στον καφενέ για ρυζόγαλο σε πύλινο δοχείο που φτιάχνουν τρεις αδερφές σε μεγάλα καζάνια. Εντύπωση μας έκανε η παρείσφρυση αραβικού τουρισμού (ήδη από την άφιξή μας στην Τραπεζούντα) στον Πόντο. Έτσι και στο Χαμσίκιοϊ θα βρει κανείς και αραβικές επιγραφές στα μαγεριά και αλλού.

Πριν βγούμε στην Αργυρούπολη όπου διαμείναμε δύο μέρες, μέσα από σύγχρονα τούνελ που διασχίζουν τις νότιες οροσειρές της Τραπεζούντας, συνεχίσαμε για την καρδιά των Ποντικών Άλπεων, το όρος Ζύγανα που αγγίζει τα 3000 μ. υψόμετρο. Η φύση εδώ πλανεύτρα, να μη χορταίνουν οι αισθήσεις τόση ομορφιά. Η ψύχρα έντονη κάτω από τον ήλιο, παρχάρια να απλώνονται κι ελατοδάση πανύψηλα, τα πνευμόνια πάλλονται από τόση ανάταση. Η θέα των διαδοχικών πλαγιών των Άλπεων που καταλήγουν στην Λίμνη δίνουν την αίσθηση ότι είμαστε στην ψηλότερη άκρη του κόσμου. Ο περιηγητής πόλεων στέκεται αμήχανος στην απεραντοσύνη, μαθημένος καθώς είναι στις δομές του ανθρώπινου σχεδιασμού. Εδώ όμως πρέπει το βλέμμα να πάρει άλλη τροπή, πρέπει να μάθει να αφήνεται στις γραμμές των βουνών, στη γενναιοδωρία του ανέμου και στην αγκαλιά τ’ ουρανού.

Ο περιηγητής, ωστόσο, δεν υποπτεύεται ότι πέρα από τα όρη αυτά προς την Αργυρούπολη και την γεωγραφική περιοχή της Χαλδίας το τοπίο αλλάζει τόσο απότομα που προκαλείται μέσα του η αίσθηση μιας ακόμη συναρπαστικής αντίφασης της μικρασιατικής ενδοχώρας.

Αργυρούπολη (Gümüşhane)

Η σύγχρονη Αργυρούπολη, στην τρόπον τινά πεδιάδα που βρίσκεται στους πρόποδες της παλαιάς πόλης, είναι ένα σύγχρονο αστικό τέρας. Η εξάπλωση της πόλης στις μέρες μας γίνεται με συντονισμένη δημιουργία οικοδομικών τετραγώνων που αποτελούνται από ψηλές πανομοιότυπες πολυκατοικίες επάνω στους λόφους γύρω από τον ποταμό Κάνη ή Χαρσιώτη (Harşit). Το ξερό, βραχώδες τοπίο της Αργυρούπολης, που έρχεται σε αντίθεση με το κατάφυτο τοπίο της Τραπεζούντας, σε συνδυασμό με την ανέγερση τόσων πολλών και άχαρων πολυκατοικιών μου προκάλεσε δυσφορία. Το ιστορικό κέντρο της σύγχρονης Αργυρούπολης που άρχισε να διογκώνεται μετά την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας διατηρεί κάποια προπολεμικά αρχοντικά σπίτια με αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον και αξίζει μία μικρή στάση στη γέφυρα του ποταμού Χαρσιώτη με τα εμφανή τέσσερα στρώματα ιστορίας: το ρωμαϊκό, το βυζαντινό, το οθωμανικό και το σύγχρονο τουρκικό.

Παλιά Αργυρούπολη (Eski Gümüşhane)

Τρία χιλιόμετρα απέχει η παλιά Αργυρούπολη από την νέα και όμως ο περιηγητής βιώνει μια εντελώς διαφορετική εμπειρία. Λιγοστοί άνθρωποι ζουν σήμερα στην παλιά Αργυρούπολη. Η πόλη δημιουργήθηκε περί τα μέσα του 16ου αιώνα από κατοίκους της ευρύτερης περιοχής της Χαλδίας που μετανάστευσαν όταν αποκαλύφθηκαν τα κοιτάσματα αργύρου στα γύρω βουνά. Γρήγορα εξελίχθηκε σε σημαντική πόλη που έχαιρε προνομίων από τους σουλτάνους, στους οποίους ανήκαν τυπικά τα μεταλλεία αργύρου. Τα έργα αργυροχοΐας των τεχνιτών της Αργυρούπολης υπήρξαν φημισμένα σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όταν τον 19ο αιώνα τα κοιτάσματα αργύρου εξαντλήθηκαν, άρχισε η σταδιακή παρακμή της (ακμή θεωρείται η περίοδος 1680-1780), αλλά υπήρξε πολυπληθής πόλη στην οποία κατοικούσαν Ρωμιοί, Αρμένιοι, και Τούρκοι.

Σουλεϊμάνιγιέ (Süleymaniye)

Από τις έξι ορθόδοξες ενορίες, την μία αρμενική και τους πέντε τουρκικούς μαχαλάδες με ισάριθμα τζαμιά, έχουν μείνει ελάχιστα ερείπια. Η πρώτη μας στάση ήταν ένα δημοτικό καφενείο που λειτουργούσε ως το δημοτικό σχολείο κατά τον 20ό αιώνα. Είναι από τα λίγα αναπαλαιωμένα κτίρια της παλιάς πόλης ενώ σώζονται λίγα σπίτια παραδοσιακής αρχιτεκτονικής σε κακή κατάσταση. Πίσω από το σχολείο είναι η αυλή του τζαμιού του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς που χτίστηκε την περίοδο 1520-1566 και το παλιό μουσουλμανικό νεκροταφείο. Στον κήπο μπροστά στο τζαμί υπάρχει μια όμορφη εντοιχισμένη κρήνη. Το μέγεθος του τζαμιού εντυπωσιάζει και επιβεβαιώνει την αλλοτινή δύναμη της Αργυρούπολης. Το Σουλεϊμάνιγιέ είναι φροντισμένο (έτυχε έργων αποκατάστασης το 1899 και το 2004) και από εκεί φαίνονται απέναντι τα παλιά μεταλλεία αργύρου στις άγριες κορυφές των βουνών. Πάνω από το βουνό κι ανάμεσα στα παλιά μεταλλεία αργύρου περνούσε ο δρόμος του μεταξιού. Εδώ βρισκόμαστε σε υψόμετρο 1.500 μέτρων και στο βάθος μπορούμε να δούμε μέρος της σύγχρονης πόλης.

Χαμάμ (Hamam)

Πήραμε την ανηφόρα πίσω από το Σουλεϊμάνιγιέ και άρχισα να παρατηρώ τα ερείπια από τα πέτρινα ισόγεια των παλιών σπιτιών. Αυτό που αντικρύζουμε σήμερα είναι δυστυχώς μια αποψιλωμένη εκδοχή της παλιάς Αργυρούπολης που μόνο συγκρίνοντας φωτογραφίες του 1900 με το σήμερα μπορούμε να αντιληφθούμε το μέγεθος της τεράστιας αλλαγής. Λίγο πιο πάνω σε μια στροφή βρίσκονται τα ερείπια ενός οθωμανικού λουτρού (χαμάμ). Αν και ο προθάλαμος του λουτρού είναι μισογκρεμισμένος και δίχως τρούλο, το πίσω μέρος διατηρεί ακόμα τους τρούλους αν και στο σύνολό του το κτίσμα είναι σε πολύ κακή κατάσταση. Καμία πληροφορία δεν έχω για αυτό το χαμάμ, αλλά λόγω εγγύτητας με το τζαμί του Σουλεϊμάν υποθέτω ότι θα πρέπει να χτίστηκε την ίδια περίοδο. Μπήκαμε σε κάθε χώρο του λουτρού που είναι προσβάσιμος, όπου παρατήρησα ίχνη νωπογραφιών—σίγουρα οι αρχαιολόγοι θα μπορούσαν να διασώσουν ό,τι βλέπουμε σήμερα. Ανηφορίσαμε κι άλλο ανάμεσα σε ερείπια παλιών σπιτιών που καταλάμβαναν ολόκληρη την πλαγιά μα σήμερα είναι ελάχιστα όσα στέκουν και κατοικούνται. Τριγύρω υπάρχουν μηλιές από τις οποίες κρέμονται τεράστια μήλα, κορομηλιές και ροδιές.

Παλιό τζαμί (Eski cami)

Το παλαιότερο τζαμί της πόλης βρίσκεται εδώ σε αυτή την άκρη της πόλης. Το μικρό τζαμί, φτιαγμένο από ντόπια πέτρα, εξυπηρετεί τους λιγοστούς κατοίκους που ζουν σε αυτόν τον μαχαλά και είναι ανοιχτό. Το εσωτερικό του είναι γυμνό, δεν υπάρχει ούτε μινμπέρ (άμβωνας) και το χαλί καλύπτει μόνο τον χώρο μπροστά στο μιχράμπ (ιερό). Το μιχράμπ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: είναι από ντόπια πρασινωπή πέτρα και έχει ανάγλυφες διακοσμήσεις. Λέγεται ότι οι διακοσμήσεις αυτές είναι επηρεασμένες όχι μόνο από ισλαμικά μοτίβα αλλά και χριστιανικά της Ανατολίας (αρμενικά). Συνεχίσαμε μέσα στον μαχαλά, περνώντας από δύσβατα χωμάτινα σοκάκια ανάμεσα σε παλιά σπίτια που κατοικούνται. Εδώ και εκεί βλέπαμε διάφορα ενδιαφέροντα ερείπια, όπως κομμάτια από εισόδους σπιτιών με σκαλιστά μοτίβα, ξύλινες πόρτες με παλιούς μεντεσέδες και κλειδαριές. Από τα υπόλοιπα τζαμιά της Αργυρούπολης σώζονται μόνο οι μιναρέδες.

Άγιος Γεώργιος (Agios Georgios Kilisesi)

Από εκεί περάσαμε προς την συνοικία του αγίου Γεωργίου, όπου βρίσκονταν τα βασικότερα κτίρια της ρωμαίικης κοινότητας της Αργυρούπολης. Στον δρόμο συναντήσαμε μια γυναίκα που βαστούσε ένα κοφίνι γεμάτο πράσινα κορόμηλα και μας φίλεψε για τον δρόμο. Πήραμε μια μεγάλη ανηφόρα που μας έβγαλε τελικά στον μεγάλο μητροπολιτικό ναό του αγίου Γεωργίου, από την συνοικία του οποίου απομένουν κυριολεκτικά ελάχιστα ερείπια. Ο ναός είναι αρκετά μεγάλος και το εσωτερικό του θα πρέπει να ήταν πλούσιο σε αγιογραφίες. Η σκεπή του ναού δεν υπάρχει και μέρος του δεξιού τοίχου με μέρος της πρόσοψης έχουν πέσει, ενώ έχουν καταστραφεί και οι κολώνες του ναού από τις οποίες σώζονται μόνο κάποιες βάσεις και δύο σκαλοπάτια στην κεντρική είσοδο. Σε σημεία του ιερού και σε κάποιες κόγχες που διασώζονται οι σοβάδες είναι ορατά ίχνη του ζωγραφικού διακόσμου. Σε έναν τοίχο σώζονται κατά το κάτω ήμισυ οι αγιογραφίες δύο αγίων—ξεχωρίζουν οι χιτώνες και τα πόδια τους. Από κάτω μέσα σε κύκλους υπάρχουν ίχνη άλλων αγίων που θα μπορούσαν να είναι κάποιοι από τους δώδεκα αποστόλους ή προφήτες. Ακριβώς απέναντι από τον ναό στέκουν τα ερείπια ενός τρίπατου κτίσματος που μάλλον ήταν η κατοικία του εκάστοτε μητροπολίτη ενώ πίσω από αυτό το κτίσμα, όπου προφανώς συνεχιζόταν η συνοικία, δεν σώζονται παρά σωροί από πέτρες.

Φροντιστήριο Αργυρούπολης (Rum Okulu)

Λίγα μέτρα πιο πάνω ορθώνεται το ερείπιο του περίφημου Φροντιστηρίου, δηλαδή του αρρεναγωγείου της Αργυρούπολης, που ίδρυσε ο μητροπολίτης Χαλδίας Ιγνάτιος Σκρίβας το 1723 και για το οποίο συνέδραμαν όλες οι ορθόδοξες ενορίες της πόλης (του αγ. Γεωργίου, του Τιμίου Σταυρού, των αγ. Θεοδώρων, της Παναγίας και του αγ. Ιωάννη). Το κτίριο και το σύστημα εκπαίδευσης λέγεται ότι αναδιαμορφώθηκαν την περίοδο 1875-1879 και τότε δημιουργήθηκε και εξατάξιο παρθεναγωγείο το οποίο σώζεται και χρησιμοποιείται ως κατοικία. Μέρος της σημαντικής σε όγκο και περιεχόμενο βιβλιοθήκης του σχολείου μεταφέρθηκε στην Νάουσα ενώ πίσω από το σχολείο σώζεται ένα σπίτι που μάλλον ήταν του Αργυρουπολίτη Γεωργίου Κανδηλάπτη λογίου και δασκάλου του Φροντιστηρίου. Εμείς έχουμε την τύχη να ταξιδεύουμε στην Αργυρούπολη με τον Τούρκο αρχιτέκτονα που πολύ πρόσφατα ανέλαβε την αναπαλαίωση του Φροντιστηρίου, με καταγωγή από μουσουλμανική οικογένεια της Αργυρούπολης, και είμαστε οι πρώτοι που είδαμε τις εργασίες που γίνονται στο εσωτερικό του. Θα γίνει μια εκ βάθρων αναπαλαίωση του κτιρίου: θα αποκαλυφθούν τα θεμέλια και οι υπόγειοι χώροι του σχολείου, θα φτιαχτούν εκ νέου τα πατώματα και ο όροφος, τα παράθυρα και η στέγη που έχει καταστραφεί. Στόχος είναι να ανοίξει τις πόρτες του ως χώρος πολιτισμού, ένα φιλόδοξο σχέδιο καθώς η εγκαταλελειμμένη παλιά Αργυρούπολη δεν φαίνεται να τραβά το ενδιαφέρον κανενός. Η σημερινή εικόνα του εσωτερικού του είναι αποκαρδιωτική, ωστόσο η θέα των εργατών που δουλεύουν δίνει μια νότα αισιοδοξίας για το μέλλον αυτού του μνημείου.

Οι συνοικίες της Παναγίας και του Τιμίου Σταυρού

Συνεχίσαμε την διαδρομή προς το εσωτερικό του βουνού που αγκαλιάζει την Αργυρούπολη, απ’ όπου πηγάζει και το ρέμα της πόλης που χύνεται στον Χαρσιώτη ποταμό. Κάτω από το Φροντιστήριο σώζεται το παρθεναγωγείο. Σε μια βρύση υπάρχει ένα πλάτωμα στο οποίο βρέθηκαν τα ερείπια της Παναγίας ενώ από τον οικισμό δεν βρήκαμε ίχνη, παρεκτός κάποια σπίτια κατοικημένα με μικρά οικογενειακά νεκροταφεία γύρω τους. Γέμιζα τις χούφτες μου με νόστιμα κορόμηλα κάθε διακόσια μέτρα. Βγήκαμε στον κατήφορο που οδηγεί προς τους αγ. Θεοδώρους και την συνοικία του Τιμίου Σταυρού. Εδώ σώζονται, ανάμεσα σε πολλά γκρεμισμένα, κάμποσα σπίτια παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Μπήκαμε σε ένα από αυτά του 19ου αιώνα και ήταν πραγματικά μια ξεχωριστή εμπειρία που μας έδωσε την εικόνα της καθημερινότητας και των αναγκών των ανθρώπων που ζούσαν εδώ μέχρι πριν εκατό χρόνια. Στον κεντρικό χωματόδρομο κοντά σε ένα κατεστραμμένο τζαμί, του οποίου σώζεται μόνο ο μιναρές, βρίσκεται το ερείπιο ενός άλλου χαμάμ που εν μέρει χρησιμοποιείται ως στάβλος. Λίγο πιο πέρα, η μισογκρεμισμένη εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στέκει ακόμα παρά το γεγονός ότι στο εσωτερικό του έχει φυτρώσει μια ζούγκλα καθιστώντας αδύνατη για εμάς την είσοδο.

Η αρμενική συνοικία

Πήραμε πάλι τον δρόμο προς το Σουλεϊμάνιγιέ αλλά αυτή την φορά στρίψαμε αριστερά προς τα ερείπια της μεγάλης αρμενικής εκκλησίας. Κάτω από την εκκλησία σε ολόκληρη την πλαγιά εκτεινόταν η αρμενική συνοικία. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε ίχνος πέτρας από οποιοδήποτε αρμενικό σπίτι. Η απάντηση στο ερώτημα τι συνέβη σε όλα τα χαμένα σπίτια, τα τζαμιά και τις εκκλησίες της Αργυρούπολης ήταν απλή: το οικοδομικό τους υλικό χρησιμοποιήθηκε μετά το 1922 για να κτιστούν κτίρια στην νέα Αργυρούπολη αφού η παλιά ερήμωσε. Μιας και η αρμενική συνοικία βρίσκεται ουσιαστικά στην είσοδο της παλιάς πόλης—και άρα η πρόσβαση σε αυτήν ήταν ευκολότερη—κυριολεκτικά αφανίστηκε. Η εκκλησία που διασώζεται δείχνει τον πλούτο της ντόπιας αρμενικής κοινότητας, το μέγεθός της είναι εντυπωσιακό. Δυστυχώς δεν προβλέπεται καμία μέριμνα για όλα αυτά τα μνημεία που περιμένουν πια την χαριστική βολή του χρόνου για να εξαφανιστούν.

Αρμενικό μοναστήρι (Vank Kilisesi)

Βγαίνοντας από την Αργυρούπολη από την πλευρά του αρμενικού μαχαλά, στα αριστερά εκτεινόταν η εξαφανισμένη σήμερα συνοικία του αγ. Ιωάννη με τα ερείπιά του να στέκουν σε μια εσοχή του βράχου στο βάθος, όπου και τα όρια της πόλης. Μετά από 6 χιλιόμετρα σώζονται τα ερείπια ενός μεγάλου μοναστηριακού συγκροτήματος της αρμενικής κοινότητας που τις τελευταίες δεκαετίες τα χρησιμοποιούσε μια μουσουλμανική οικογένεια που διαμένει δίπλα. Η εκκλησία Βανκ όπως το αποκαλούν οι Τούρκοι (Vank Kilisesi)—βανκ στα αρμενικά, ωστόσο, σημαίνει απλώς εκκλησία, μοναστήρι—δεν μου είναι γνωστό σε ποιον άγιο είναι αφιερωμένη. Το συγκρότημα περιλαμβάνει αρκετά κτίσματα (τα κελιά των μοναχών, την τράπεζα με το μαγειρείο και βοηθητικούς χώρους) που κάποια εξ αυτών σώζονται σε καλή κατάσταση ενώ άλλα σε ερειπιώδη. Το καθολικό της μονής είναι μια ευρύχωρη τρίκλιτη βασιλική. Η οροφή έχει καταρρεύσει και το εσωτερικό της εκκλησίας είναι γεμάτο αγριόχορτα, σπασμένες κολώνες, πέτρες και κεραμίδια. Ο γυναικωνίτης, που έχει χωριστή είσοδο από τα δεξιά με εξωτερική σκάλα, δεν υφίσταται πια. Στους τοίχους υπάρχουν ίχνη από νωπογραφίες και φυτικές διακοσμήσεις και στις κόγχες των τοίχων διακρίνεται ανάγλυφος σταυρός στο κέντρο. Η είσοδος επίσης φέρει ανάγλυφα φυτικά μοτίβα. Το σημείο του μοναστηριού αν και δεν είναι μακριά από την Αργυρούπολη, βρίσκεται σε απότομη τοποθεσία, καθώς πίσω από το ιερό του ναού υπάρχει γκρεμός.

Τσάικαρα, Τόνια, Πλάτανα Πόντου

Αύγουστος 2021

Τσάικαρα (Çaykara)

Με αφετηρία την Τραπεζούντα μπορούν να γίνουν αρκετά ημερήσια (ή διήμερα) οδοιπορικά. Πραγματοποιήσαμε μια τέτοια διαδρομή ταξιδεύοντας ανατολικά της πόλης προς το Κατωχώρι ή Τσάικαρα, προσπερνώντας την Γέμουρα (Yomra, με στάση στο χωριό Μικρή Σαμάρουξα, σημ. όν. Ikisu), τα Σούρμενα (με στάση στην παραλιακή λεωφόρο για να δούμε το εντυπωσιακό κονάκι του Μεμίς Αγά) και τον Όφι. Στη διαδρομή από την Γέμουρα ως την λίμνη Ουζούνγκιόλ συναντάς αυτήν την εποχή το μάζεμα των φουντουκιών. Δίπλα στους δρόμους, στις αυλές των σπιτιών και των τζαμιών, εκατομμύρια φουντούκια βρίσκονται απλωμένα σε μουσαμάδες. Γυναίκες, παιδιά και άνδρες, χώνονται μέσα στις κατάφυτες με φουντουκιές πλαγιές της Τσάικαρας για να μαζέψουν τα τόσο γευστικά φουντούκια του Πόντου, που αποτελούν περίπου το 67% της παγκόσμιας παραγωγής φουντουκιού.

Λίμνη Ουζούνγκιόλ (Uzungöl)

Ο δρόμος προς την λίμνη ακολουθεί τον ποταμό του Όφι (Solaklı deresi) προς το Κατωχώρι και ύστερα ανηφορίζει στο ανατολικό όρος προς το χωριό Σαράχο (Şeraho) στα πόδια του οποίου απλώνεται μια μακρόστενη λίμνη σε υψόμετρο πάνω από 1.000 μέτρα. Ήδη από τον δρόμο αντιληφθήκαμε ότι η λίμνη έπεσε στα δίχτυα του τουρισμού. Το τοπίο της λίμνης έχει αλλοιωθεί ανεπανόρθωτα, αφού τα παράλιά της σε μεγάλο βαθμό καταλήφθηκαν από ξενώνες, εστιατόρια και μαγαζιά τουριστικών ειδών. Η συντριπτική πλειοψηφία των τουριστών είναι από τον αραβικό και ευρύτερα μουσουλμανικό κόσμο της Ασίας. Το πανέμορφο τοπίο με τις πλαγιές των βουνών να κατεβαίνουν στην στενή πεδιάδα όπου βρίσκεται η λίμνη με τα κρυστάλλινα νερά και το δικό της ζωικό βασίλειο είναι πράγματι μαγευτικό, όμως η βαβούρα τριγύρω δεν επιτρέπει να το απολαύσεις. Φύγαμε απογοητευμένοι από την τόσο κακή διαχείριση από πλευράς τοπικών αρχών αυτού του φυσικού κάλλους και καθώς επιστρέφαμε προς την Τσάικαρα αποφασίσαμε να επισκεφτούμε μια τοποθεσία που μας αποζημείωσε και με το παραπάνω σε αυτή την διαδρομή: το οροπέδιο του σουλτάνου Μουράτ Δ΄.

Σουλτάν Μουράτ (Sultan Murat Yaylası)

Η ιστορία πίσω από το όνομα του οροπεδίου θέλει τον σουλτάνο Μουράτ Δ΄ να στρατοπεδεύει για την προσευχή της Παρασκευής, την σημαντικότερη προσευχή της εβδομάδας για τους μουσουλμάνους, σε αυτό το οροπέδιο στις 22 Ιουνίου 1635 μετά την εκστρατεία του στην Περσία και στο Γερεβάν. Για αυτό το οροπέδιο φέρει, άγνωστο από πότε (και δεν θα μου έκανε εντύπωση αν είναι πρόσφατη η ονοματοδοσία), το όνομα του σουλτάνου. Η διαδρομή ως εδώ είναι φαντασμαγορική. Μέχρι να βγούμε στο υψόμετρο των 2000 μέτρων, όπου βρίσκεται το οροπέδιο, ο στριφογυριστός δρόμος χάνεται για αρκετά χιλιόμετρα μέσα στη βροχή και τα σύννεφα. Ο καθάριος αέρας και ο απόκοσμος ήχος των σύννεφων που κινούνται αργά γεμίζει τις αισθήσεις του περιηγητή. Ξάφνου, κι αν είσαι τυχερός, τα σύννεφα μένουν πίσω και εσύ είσαι πάνω από αυτά σε ένα τοπίο όπου κυριαρχεί το πράσινο του οροπεδίου (παρχάρ’ στα ποντιακά, δηλαδή βοσκότοπος), το γαλανό τ’ ουρανού και το λευκό του ήλιου. Δεν γίνεται λοιπόν να μην αφιερώσεις αρκετή ώρα στο να κοιτάς τα σύννεφα να περνούν κάτω από τα πόδια σου και στην απόλαυση αυτής της γωνιάς του κόσμου. Στο οροπέδιο θα συναντήσεις τρία παράξενα που δεν θα περίμενες να βρίσκονται εδώ. Πρώτον, ένα μεγάλων διαστάσεων τζαμί του 2018 με δύο μιναρέδες, αφιερωμένο βεβαίως στον σουλτάνο Μουράτ, ντυμένο με εντυπωσιακό τιρκουάζ χαλί, με συνεδριακή αίθουσα χωρητικότητας 500 ομιλητών παραπλεύρως (τόσους πιστούς χωράει και το τζαμί) και κόστους 12 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών. Δεύτερον, ένα μνημείο για τους 71 Τούρκους ήρωες που έπεσαν σε μάχη με τον ρωσικό στρατό κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και για το οποίο δυστυχώς δεν δίνεται καμία πληροφορία επί τόπου. Τρίτον, ένα πενταώροφο ξενοδοχείο (Taşkın Otel) του 1996 από κόκκινο τούβλο του οποίου η ξύλινη πράσινη στέγη θυμίζει ελβετικό σαλέ, κι αν δεν υπήρχαν όλα τα άλλα τριγύρω του πραγματικά θα αποτελούσε μια πολύ γραφική και μοναδική εικόνα έτσι όπως στέκει στη μέση του οροπεδίου. Κατά τα άλλα εκεί βρίσκονται κάμποσα ταβερνεία που σερβίρουν κυρίως κρέας, δυο καφενεία και δυο μανάβικα. Καλύτερα λοιπόν να σταθείς στην πρασινάδα του οροπεδίου, στα σύννεφα, στα κοπάδια των ζώων που βόσκουν αμέριμνα, στους αετούς που πετούν αναζητώντας θηράματα και αν (που θα—ο καθαρός αέρας ανοίγει την όρεξη—) πεινάσεις να φας φρέσκο, ντόπιο κρέας. Φεύγοντας από το οροπέδιο αξίζει να σταθείτε και να δείτε από ψηλά το οροπέδιο Βαρτάν (Vartan Yaylası), με τον μικρό του οικισμό, που φαίνεται να απηχεί κάποιο παλιό αρμένικο τοπωνύμιο που επιβίωσε. Η κατάβαση μέσα από τα υγρά σύννεφα έδωσε μια επιπλέον κινηματογραφική νότα σε αυτή την διαδρομή στα ποντικά όρη.

Τόνια (Tonya)

Μια ώρα οδικώς προς τα δυτικά της Τραπεζούντας, κι αφού προσπεράσουμε τον ερειπωμένο βυζαντινό πύργο που επόπτευε την θάλασσα, φτάνουμε στην παραθαλάσσια κωμόπολη Φωλ’, σημερινό όνομα Vakfıkebir. Κάναμε μια στάση σε ξυλόφουρνο για να πάρουμε το περίφημο ψωμί της πόλης το οποίο λόγω της μαγιάς που περιέχει διατηρείται ακόμη και για ένα μήνα δίχως να μπαγιατέψει. Τόσο μεγάλο καρβέλι δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου και αυτό που αγόρασα δεν ήταν το μεγαλύτερο του φούρνου! Από εκεί περνάμε στην περιοχή της Τόνιας, της Θοανίας, άλλης μιας κατάφυτης και υγρής περιοχής του Πόντου στους ορεινούς οικισμούς της οποίας ομιλείται ακόμα η ελληνική γλώσσα του Πόντου από τους εξισλαμισμένους τον 17ο αιώνα κατοίκους. Οι φουντουκιές ευδοκιμούν και εδώ. Στον δρόμο καφετί χαλιά φουντουκιών διαδέχονταν το ένα το άλλο. Προορισμός μας αρχικά ήταν να ανέβουμε στα ανατολικά παρχάρια των οροπεδίων της Τόνιας μέσα από το χωριό Μαγγανόπον (Sağrı) και το Καράσου (Karasu). Διασχίσαμε την σύγχρονη γέφυρα που φτιάχτηκε δίπλα στο παμπάλαιο πέτρινο γεφύρι που το καλύπτει η βλάστηση για να περάσουμε τον ποταμό Φωλ’ (Fol) και πήραμε τον ανηφορικό δρόμο που σκαρφαλώνει στην πλαγιά.

Μαγγανόπον (Sağrı)

Στο Μαγγανόπον υπάρχει ένας μικρός καταρράκτης από χείμαρρο κάποιας βουνίσιας πηγής. Διασώζονται σπίτια παμπάλαια παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και κάποιες ξύλινες υπερυψωμένες αποθήκες τροφίμων που στέκονται σε ξύλινους πασάλους, γνωστές ως σεραντέρ (serander), παραφθορά του ελληνικού ξεραντέρ’, δηλαδή ξηραντήριο τροφίμων. Το Μαγγανόπον όπως και όλα τα ορεινά χωριά του Πόντου, έχει το χαρακτηριστικό ότι απλώνεται στην πλαγιά: βρίσκει δηλαδή κανείς μερικά σπίτια σε ένα σημείο (συνήθως από μία, δύο ή τρεις οικογένειες) μετά πιο ψηλά βρίσκει κανείς άλλα λίγα σπίτια που αν και θεωρούνται διαφορετικοί μαχαλάδες συναποτελούν έναν οικισμό. Η εντυπωσιακή δομή των χωριών δίνει βεβαίως σπουδαίες πληροφορίες για την ζωή στους τόπους αυτούς, για τους οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς των Ποντίων. Οι περισσότεροι μάλιστα κάτοικοι αυτών των χωριών τους χειμερινούς μήνες ζουν στο χωριό ενώ τους θερινούς μήνες κινούνται νομαδικά, θα λέγαμε, προς τα πρόχειρα σπίτια που διατηρούν στα παρχάρια. Γι’ αυτό και εμείς προσπεράσαμε τους μαχαλάδες του Μαγγανόπονος (αν στέκει γραμματικά αυτή η γενική) για να βρεθούμε στα παρχάρια της ανατολικής Τόνιας.

Κιρικλίκ (Kiriklik Yaylası)

Αφού χαθήκαμε σε χωματόδρομους του βουνού επί μία ώρα παίρνοντας λάθος δρόμους (τα σύννεφα που μάς κάλυπταν δεν βοηθούσαν), καταφέραμε να βγούμε στον σωστό δρόμο προς το παρχάρι Κιρικλίκ. Βρισκόμασταν εν μέσω σκοτεινών συννέφων που συχνά πύκνωναν σε βαθμό να μη βλέπουμε πέρα από τα πενήντα μέτρα. Περάσαμε από έναν καφενέ στη μέση του πουθενά, σε ένα τοπίο που θα ταίριαζε σε σκηνή αγγελοπουλικής ταινίας. Μια ανθρώπινη σιλουέτα περπατούσε στο βάθος και άλλοτε χανόταν, άλλοτε αχνοφαινόταν όπως περνούσαν από πάνω της τα σύννεφα. Μαγεμένοι συνεχίσαμε τον δρόμο μας και βρεθήκαμε σε ένα πολύ μικρό τζαμί. Πέσαμε σε ώρα προσευχής και η βραχνή φωνή του μουεζίνη μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα διαπέρασε τις φλέβες μας. Το παρχάρι αυτό είναι μαγικό, μέσα από ένα μονοπάτι με λεύκες—όπου διακρίνονταν πίσω τους διάσπαρτα μικρά σπίτια και ζώα που έβοσκαν—προσπαθήσαμε να βρούμε τον δρόμο που οδηγεί σε ένα άλλο παρχάρι της περιοχής, το Καντίραλακ. Λίγο μετά βγήκαμε σε ένα πλάτωμα το οποίο διατρέχει ένα ρέμα. Εκεί, μέσα στην ομίχλη ξεπρόβαλλε μια οικογένεια κτηνοτρόφων που έβοσκε τις αγελάδες της. Δύο από τις γυναίκες κουβαλούσαν στην πλάτη μεγάλα κοφίνια και ο γηραιός άνδρας κρατούσε μια μεγάλη ξύλινη ράβδο. Μέσα στην απόλυτη ησυχία ο ήχος των κουδουνιών, τα σφυρίγματα των γυναικών, ο ήχος του τρεχούμενου νερού και οι φωνές του δεκάχρονου αγοριού που πίεζε κάποιες αγελάδες να περάσουν από το ρηχό σημείο του ρέματος, μας έβαλαν διά μιάς στην καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων. Τους παρατηρούσαμε για ώρα να κινούνται μαζί με τα σύννεφα στην πρασινάδα του παρχαριού συγκινημένοι για την ευλογία να βιώσουμε μια τέτοια εμπειρία στον Πόντο.

Καντίραλακ (Kadıralak Yaylası)

Συνεχίσαμε μέσα στα σύννεφα. Σε κάποιο πλάτωμα του οροπεδίου συναντήσαμε—ω τι θαύμα!—ένα παντοπωλείο δίπλα σε μικρό γήπεδο ποδοσφαίρου όπου έπαιζαν λιγοστά παιδιά. Εφοδιαστήκαμε με λίγα τρόφιμα και νερό και συνεχίσαμε τον δρόμο προς το παρχάρι Καντίραλακ, συναντώντας ανάμεσα σε δέντρα ένα πάρα πολύ μικρό μεστζίτ (meşcit, μικρός χώρος προσευχής μουσουλμάνων) που στην ουσία ήταν ένα μεταλλικό κοντέινερ με γύψινο τρούλο και γύψινο μιναρέ—θέαμα αλλόκοτο. Μόλις πύκνωσαν τα σύννεφα χάσαμε και τον δρόμο μας. Βρεθήκαμε ξάφνου σε ένα τρίστρατο όπου βρίσκεται ένα μικρό τζαμί, το Yeni mahallesi Kadıralak camii. Εκεί βρέθηκαν δύο περαστικοί και ρωτήσαμε πως θα βγούμε στο παρχάρι. Μάς είπαν ότι είμαστε ήδη στο μέρος που ψάχνουμε. Μετακινούμενοι λίγο ακόμα βρήκαμε ένα μεγάλο ξενώνα έρημο που είχε και καφενέ στο ισόγειο. Παραπέρα είδαμε μια στάση λεωφορείου πάνω από το ρέμα και καθίσαμε για λίγο εκεί ολομόναχοι μέσα στην ομίχλη, είναι βέβαιο ότι ο Ταρκόφσκι θα μάς ζήλευε. Λεωφορείο φυσικά δεν φάνηκε. Η απόκοσμη όμως ηρεμία του τόπου μας μαγνήτιζε να μείνουμε κι άλλο.

Ερίκμπελί (Erikbeli köyü) – Νταμλίκιοϊ (Damlıköy) – Σάζαλανί (Sazalanı)

Κατηφορίζοντας από το Καντίραλακ βγήκαμε στη μικρή κωμόπολη της Τόνιας, της βασίλισσας του βούτυρου, που βρίσκεται περίπου στο κέντρο αυτής της κοιλάδας και την οποία βρήκαμε παγερά αδιάφορη. Δεν υπάρχει ίχνος κάποιας ιστορικής κατασκευής, παντού μπετό και κακοτεχνίες. Το μόνο που μου έκανε εντύπωση ήταν το άγαλμα της κεντρικής πλατείας: μια γυναίκα και ένας άντρας στέκονται πλάτη πλάτη φορώντας παραδοσιακές φορεσιές πάνω σε ένα βάθρο με κρουνούς που χύνουν νερό στο συντριβάνι και με υπερυψωμένα χέρια κρατούν ένα κιούπι με βούτυρο. Προσπεράσαμε την Τόνια για να πιάσουμε τις νότιες κορυφογραμμές της που συνορεύουν με την περιοχή της Αργυρούπολης. Οι κατάφυτες από έλατα πλαγιές και το ψιλόβροχο μας έβαλαν σε φθινοπωρινή διάθεση. Πριν φτάσουμε στο μικρό Ερίκμπελί μια τεράστια σύγχρονη ξενοδοχειακή μονάδα με είκοσι πέτρινες μεζονέτες (Foleya Resort) δεσπόζει στην πλαγιά και τράβηξε την προσοχή μας. Ψάξαμε επί τόπου λεπτομέρειες στο διαδίκτυο και το κόστος διαμονής αποδείχτηκε τεράστιο για έναν μέσο Τούρκο. Στο Ερίκμπελί υπάρχει ένας συμπαθητικός καφενές απέναντι από το τζαμί και τριγύρω είδαμε δυο τρία παραδοσιακά σπίτια από πέτρα και ξύλο. Εκείνο όμως που μας εντυπωσίασε ήταν τα παρχάρια Σάζαλανί και Νταμλίκιοϊ. Το Σάζαλανί είναι ένα παρχάρι ανάμεσα στο ελατόδασος. Εκεί για την ώρα υπάρχουν μόνο δύο ξύλινες κατασκευές: ένας τεϊοποτείο και ένα εστιατόριο για ψητό κρέας. Καθίσαμε να φάμε αρνίσια παϊδάκια, το αρνί ήταν φερμένο από την Αμάσεια όπως μας είπε ο ιδιοκτήτης, και μετά ήπιαμε ένα τσάι απέναντι απολαμβάνοντας την θέα των σύννεφων να περνούν ανάμεσά μας. Λιγοστός κόσμος φτάνει ως εδώ και κάθεται στο γρασίδι περνώντας την ώρα του. Λίγο μετά το παρχάρι αυτό βγαίνουμε σε μια ανοιχτωσιά όπου βρίσκεται το Νταμλίκιοϊ, ένας υπέροχος τόπος με σπιτάκια εδώ κι εκεί που το καθένα έχει ως κήπο του μεγάλα κομμάτια του παρχαριού. Το τοπίο εδώ είναι μαγευτικό και αξίζει κανείς να περάσει λίγο χρόνο, ιδίως αν τύχει φωτεινή και στεγνή μέρα.

Πλάτανα (Akçaabat)

Οποιαδήποτε διαδρομή προς τα δυτικά της Τραπεζούντας πρέπει να περιλαμβάνει μια στάση στα Πλάτανα και κυρίως στον άνω μαχαλά, που ονομάζεται «μεσαίος», Ορτά μαχαλλέ (Orta Μahalle). Η περιήγηση εκεί έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς σώζονται πάρα πολλά ξύλινα κονάκια του 19ου αιώνα πολλά εκ των οποίων αναπαλαιώνονται. Τα τρίπατα κονάκια είναι δείγματα του πλούτου της αστικής τάξης της περιοχής και της αρχιτεκτονικής αισθητικής μιας εποχής που παρήλθε. Στο εξωτερικό τους κάποια έχουν ζωγραφική διακόσμηση και στο εσωτερικό τους κυριαρχούν ξυλόγλυπτα ταβάνια, τζάκια και άλλες διακοσμητικές λεπτομέρειες. Κάποια από τα κονάκια έχουν, όπως ήταν αναμενόμενο, μετατραπεί σε καφετέριες, ξενώνες και εστιατόρια ενώ άλλα είναι ιδιωτικές κατοικίες. Βεβαίως υπάρχουν κι εκείνα τα κονάκια που έχουν μείνει παρατημένα. Ένας απογευματινός περίπατος στις ανηφόρες των Πλατάνων, στα σοκάκια με τα εντυπωσιακά κονάκια και τις καφετέριες με την θέα προς τον κόλπο που σχηματίζει εκεί η Μαύρη Θάλασσα μένουν αξέχαστα στον ταξιδιώτη.

Τραπεζούντα

Αύγουστος 2021

Πόντος, ένας κόσμος

Αν οι φιλόσοφοι της Ιωνίας που πίστευαν ότι η πρώτη αρχή του κόσμου είναι το νερό έχουν δίκιο, τότε ο Πόντος είναι ένα τεκμήριο αυτής της φιλοσοφικής θέασης του κόσμου. Ο Πόντος αποτελεί ένα σύμπαν από νερό κι απ’ όσα αυτό δημιουργεί και συντηρεί. Από την μία μεριά η Άξεινος, η αφιλόξενη, Θάλασσα, από την άλλη τα μυριάδες ποτάμια και οι πίδακες νερού που χύνονται από κάθε σχισμή των βουνών και του χώματος, και από μια άλλη μεριά ο διαρκώς δακρυσμένος ουρανός που ραίνει αυτή την γεωγραφική περιοχή προσφέρουν μια υδάτινη εμπειρία, μοναδική ίσως στον μικρασιατικό χώρο.

Η  π ε ρ ι ή γ η σ η  βρέθηκε για μία εβδομάδα στην Τραπεζούντα, την Αργυρούπολη και τις ευρύτερες περιοχές τους. Οι διαδρομές που μπορεί να χαράξει κανείς στον χάρτη του Πόντου είναι αμέτρητες και οι περιοχές της Τραπεζούντας και της Αργυρούπολης από μόνες τους μοιάζουν εξίσου ανεξάντλητες.

Τραπεζούντα (Trabzon)

Το αεροπλάνο από την Κωνσταντινούπολη προσγειώθηκε στο παραθαλάσσιο αεροδρόμιο της Τραπεζούντας περί τις 6:00 τα ξημερώματα. Η όψη της πόλης από ψηλά ήταν αποκαρδιωτική και μέχρι να φτάσουμε στο ιστορικό κέντρο είχα απογοητευτεί. Όμως η πριγκίπισσα της Μαύρης Θάλασσας μου θύμισε το μωσαϊκό της Αθήνας: ιστορία θαμμένη ή απλώς παραμελημένη, με ξεφτισμένα αρχιτεκτονήματα που μαρτυρούν μια χαμένη αισθητική, κακοχτισμένα κτίρια, και γωνιές που περιμένουν κάποιον να τις αποκαλύψει εκ νέου, να τους δώσει λίγη ζωή στη φευγαλέα καθημερινότητα. Γρήγορα λοιπόν άρχισα να συνειδητοποιώ την γοητεία των μεταμορφώσεων μιας πόλης από την οποία πέρασαν τόσοι λαοί (Ρωμιοί, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Ρώσοι κ.ά.).

Από την εποχή που έφτασαν εδώ Ίωνες άποικοι, η Τραπεζούντα δεν σταμάτησε να είναι στο επίκεντρο της πολιτικής και εμπορικής σκηνής της βορειοανατολικής Μικράς Ασίας και της Μαύρης Θάλασσας. Το σημερινό μέγεθος της πόλης (808.000 κάτοικοι το 2019) μαρτυρά την σπουδαιότητά της και την συμβολή της στη σύγχρονη Τουρκία. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο πληθυσμός της που μετανάστευσε στο εξωτερικό ή στο εσωτερικό της χώρας δημιούργησε την φράση «Her yer Trabzon», δηλαδή «Κάθε τόπος είναι Τραπεζούντα». Το κατάλυμά μας στον μαχαλά των Βυρσοδεψείων (Tabakhane) αποδείχτηκε εξαιρετική επιλογή, τοπογραφικά μιλώντας, καθώς από εκεί μπορεί κανείς να μετακινηθεί με τα πόδια σε όλους τους μαχαλάδες της πόλης χωρίς μεγάλες δυσκολίες (βεβαίως οι λόφοι της θα φέρνουν ανηφοριές στο διάβα σας).

Η πλατεία και το Φροντιστήριο

Η πλατεία της Τραπεζούντας, το ιστορικό Μεϊντάνι (Meydan), είναι ό,τι πρέπει για ένα πρωινό τσάι. Η ηρεμία της πλατείας τις πρώτες πρωινές ώρες είναι αξιοσημείωτη. Με το άνοιγμα των μαγαζιών σιγά σιγά άρχισε ο συρφετός των ανθρώπων και εμείς ξεκινήσαμε με τα πόδια προς το εμβληματικό σχολείο της Ρωμαίικης κοινότητας, το Φροντιστήριο Τραπεζούντας. Το σημερινό κτίριο αποπερατώθηκε το 1902, το σχολείο όμως ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα και απέκτησε μεγάλη φήμη, προσελκύοντας σημαντικούς δασκάλους και βγάζοντας εξίσου σημαντικούς μαθητές. Η εντυπωσιακή ογκώδης κατασκευή—που χτίστηκε πάνω στα βράχια όπου άλλοτε έφτανε η θάλασσα—δέσποζε στην ακτογραμμή και ως σήμερα κλέβει το βλέμμα. Ζητήσαμε να δούμε το εσωτερικό του σχολείου αλλά ο φύλακας (σήμερα Kanuni Anadolu Lisesi) δεν μας το επέτρεψε. Από την πλευρά της θάλασσας περπατήσαμε προς την συνοικία όπου βρίσκεται ο μοναδικός χριστιανικός ναός σε χρήση, η καθολική εκκλησία Santa Maria (19ος αι.) την οποία, δυστυχώς, βρήκαμε κλειστή.

Η αγία Σοφία

Πήραμε λοιπόν ταξί για ένα από τα σπουδαιότερα βυζαντινά μνημεία της περιοχής, τον ναό της αγίας Σοφίας που λειτούργησε ως μουσείο από το 1964 ως το 2013, όταν επαναλειτούργησε ως τζαμί. Στον δρόμο παρατηρούσα πως η πόλη επεκτάθηκε αρκετά προς την θάλασσα, σπρώχνοντάς την βορειότερα για να κατασκευαστεί η παραλιακή λεωφόρος, και ακόμη και σήμερα γίνονται εργασίες περαιτέρω επεκτάσεων. Η αγία Σοφία βρισκόταν κάποτε εκτός των τειχών της Τραπεζούντας και φαίνεται ότι είχε τον ρόλο κοιμητηριακού ναού ιδρυμένου τον 13ο αιώνα από την δυναστεία των Κομνηνών. Η εξωτερική ανάγλυφη διακόσμηση, τα μωσαϊκά και οι τοιχογραφίες του ναού, τα θεμέλια του σταυροειδούς βαπτιστηρίου, η (κατά πολύ μεταγενέστερη) κρήνη, το καμπαναριό του 1427 με το παρεκκλήσι και τις τοιχογραφίες στο εσωτερικό του συνθέτουν μια βυζαντινή αρχιτεκτονική όαση. Παρ’ όλο που λειτουργεί ως τζαμί διαμόρφωσαν μόνο ένα μικρό μέρος της εκκλησίας για προσευχή ενώ το υπόλοιπο είναι επισκέψιμο. Το βακούφι στο οποίο ανήκει το μνημείο οργανώνει μάλιστα και ξεναγήσεις στο μνημείο. Έτσι, αν και επίσημα δεν είναι μουσείο πια, η αγία Σοφία είναι προσβάσιμη και οι χριστιανικές τοιχογραφίες της εμφανείς και όχι κρυμμένες.

Οι συνοικίες Τσομλεκτσί και Ορτάχισαρ

Ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσεις μια πόλη είναι να μπεις στα σπλάχνα της, να πάρεις από πίσω τους ανθρώπους της προς όποια κατεύθυνση τύχει, να περάσεις από τον συνοικιακό φούρνο ή τον κουρέα, να μπεις στο μπακάλικο που θα πάει μια γηραιά γυναίκα και να πάρεις τα σοκάκια που βγάζουν σε άγνωστες διαδρομές. Δύο από τις γειτονιές της Τραπεζούντας που αξίζουν κάποιες ώρες περιήγησης είναι το Τσομλεκτσί (Çömlekçi) και το Ορτάχισαρ (Ortahisar). Το ξεφτισμένο Τσομκλεκτσί (που σημαίνει αγγειοπλάστης, τσουκαλάς) φαίνεται να υπήρξε κάποτε μια καλαίσθητη γειτονιά της οθωμανικής Τραπεζούντας που σήμερα έχει υποβαθμιστεί. Η χάραξη δρόμων και η αδιαφορία διέλυσε την αρχική της μορφή και πολλά αρχοντόσπιτα του 19ου αιώνα εξαφανίστηκαν. Ωστόσο, αξίζει να χαθεί κανείς στα σοκάκια του μαχαλά, να σταθεί στα διαφόρων ειδών εργαστήρια και στην χαρακτηριστική αρχιτεκτονική του Πόντου αν και λίγα είναι τα κτίρια που διασώθηκαν και κατοικούνται. Στο Ορτάχισαρ, δηλαδή στο μεσαίο φρούριο, τα σωζόμενα τείχη—που επιμελήθηκαν οι Βυζαντινοί, οι Γενουάτες και οι Οθωμανοί—εντυπωσιάζουν τον περιηγητή. Το κάστρο είναι χτισμένο πάνω σε ύψωμα που επέβλεπε όλο τον όρμο της Τραπεζούντας. Εκεί βρίσκεται και το νέο Μουσείο της πόλης της Τραπεζούντας που εδρεύει σε ένα κονάκι του 19ου αιώνα και περιδιαβαίνει την ιστορία της πόλης από την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς ως τον 20ό αιώνα. Η συνοικία γύρω από το μουσείο θυμίζει ιταλική γειτονιά του 19ου αιώνα. Σε απόσταση αναπνοής βρίσκεται η Παναγία Χρυσοκέφαλος (ή τζαμί Φάτιχ) του 10ου αιώνα. Αξίζει να περιπλανηθείτε νύχτα στους υποφωτισμένους δρόμους του μαχαλά αυτού, που υπήρξε το βυζαντινό κέντρο της πόλης, προς τις μικρότερες εκκλησίες που μετατράπηκαν σε τζαμιά, όπως του αγ. Βασιλείου), προς το σπίτι που γεννήθηκε ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, προς το τζαμί της γιαγιάς του και μητέρας του σουλτάνου Σελίμ Α΄, της Γκιουλμπαχάρ, να σταθείτε στις γέφυρες πάνω από τις τάφρους του κάστρου και στις πύλες του και να περπατήσετε πλάι στα τείχη από τον κεντρικό πύργο της λεωφόρου Ινονού.

Οι αγορές

Κατηφορίζοντας από τα τείχη προς την θάλασσα και προχωρώντας προς τα ανατολικά θα βρεθείτε στην παλιά αγορά της Τραπεζούντας. Η αγορά (Kemerkaya çarşı)—όπως και άλλα σημεία του ιστορικού κέντρου—φέρει τα σημάδια του επί τέσσερις φορές (από το 1512 ως και το 1533) βαλή της Τραπεζούντας, του Ισκεντέρ Πασά (İskender Paşa), που έχτισε μεταξύ άλλων, χαμάμ, τζαμί, μεντρεσέ, μπεζεστένι και δημόσιες κρήνες. Στην άκρη της αγοράς βρίσκεται η (κάποτε παραθαλάσσια) ψαραγορά της Τραπεζούντας, συρρικνωμένη πια με καμιά δεκαριά ψαράδικα στην περιοχή του Μόλου (Moloz). Πιο μέσα στην αγορά βρίσκει κανείς τα πάντα: ρούχα, παπούτσια, ραφτάδικα, μπακιρτζίδικα πέριξ του Αλατζά χανιού (Alaca Han, 18ος αι.), υφασματάδικα, λοκάντες (μαγεριά) και καφενέδες, κοσμήματα, μπαχαρικά, γαλακτοκομικά, χαλιά, σκούπες και καλάθια, και πολλά άλλα. Οι αγορές της πόλης (η παλιά, η της λεωφόρου των Κουντουρατζήδων (Kunduracılar) με τα επιβλητικά κτίρια των Ρωμιών και Λεβαντίνων αρχιτεκτόνων, η πέριξ του Μεϊντανιού, του Μακρού δρόμου (Uzun Sokak) χρειάζονται αρκετές ώρες και αντοχές για να πει κανείς ότι τις περπάτησε ικανοποιητικά.

Βεβαίως, στην περιήγηση της Τραπεζούντας, που θέλει ως και πέντε επισκέψεις για να πει κανείς ότι την χόρτασε, θα πρέπει να προστεθεί η πανοραμική θέα από τον λόφο Μπόζτεπέ (Boztepe) με απαραίτητη στάση στο μοναστήρι της Παναγίας Θεοσκεπάστου που άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό ως χώρος καλλιτεχνικών εκδηλώσεων αλλά και η βίλλα του τραπεζίτη Κωνσταντίνου Καπαγιαννίδη, που χτίστηκε το 1906, στο προάστειο Σοούκσού (Soğuksu) και σήμερα είναι γνωστή ως παραθεριστική κατοικία του Κεμάλ (Atatürk Köşkü) που την κληροδότησε στο δημόσιο, αν και ο ίδιος βρέθηκε εδώ για ελάχιστο διάστημα.

Οι τουλίπες της Πόλης

9 Μαΐου 2021

Την ημέρα που έφτασε στον Φαρχάντ η ψευδής είδηση θανάτου της αγαπημένης του Σιρίν, απελπισμένος από την θλίψη, άρχισε να ακρωτηριάζεται με ένα τσεκούρι. Από κάθε σταγόνα αίματος που έπεφτε από τις πληγές του στο χώμα, φύτρωνε ένα κατακόκκινο λουλούδι. Μια κατακόκκινη τουλίπα, που έκτοτε έμελλε να γίνει το σύμβολο της αθάνατης αγάπης στην περσική παράδοση.

Η τουλίπα είναι φυτό της κεντρικής Ασίας. Ο κατά πολύ κοντότερος πρόγονός της ήταν αποκλειστικά κόκκινου χρώματος και ευδοκιμούσε στα οροπέδια της Τιεν Σαν στις παρυφές της Κίνας με την Ρωσία και το Αφγανιστάν. Οι πρώτες σχετικές γραπτές μαρτυρίες για την τουλίπα χρονολογούνται από το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, όταν ο πολυμαθής Ομάρ Χαγιάμ (1048-1131) παρομοίασε με τουλίπα την απαράμιλλη ομορφιά της γυναίκας στους ποιητικούς του στίχους. Η τουλίπα εμφανίζεται από το Ισφαχάν και την Βαγδάτη ως τα οροπέδια του Θιβέτ και από τις πεδιάδες της Κασπίας Θάλασσας ως τον Καύκασο.

Τα τουρκικά νομαδικά φύλα της κεντρικής Ασίας γνώριζαν την τουλίπα. Από μεταγενέστερες πηγές, καθώς δεν έχουμε ίχνη γραπτού λόγου από τους Τούρκους νομάδες, μαθαίνουμε ότι την θεωρούσαν σύμβολο γονιμότητας, αναγέννησης και ζωής. Κατά τις εισβολές των Σελτζούκων προς τα δυτικά οι τουλίπες έφτασαν ως τις πεδιάδες της Ανατολίας. Μέσω των επιδρομών των Σελτζούκων και των Οσμανιδών στη Βυζαντινή επικράτεια, η τουλίπα βρίσκει τον δρόμο της στη Μικρά Ασία και αρχίζει να εμφανίζεται όλο και περισσότερο, ώσπου γίνεται η βασίλισσα των λουλουδιών στην βασιλίδα Κωνσταντινούπολη.

Η δημιουργία κήπων για τους μουσουλμάνους, οι απεικονίσεις φυτών και λουλουδιών στους τάφους και αργότερα οι απεικονίσεις τους στην τέχνη είναι μια πράξη εικονοποίησης, συμβολισμού του παραδείσου. Λέγεται ότι ειδικά η τουλίπα απόκτησε ιερότητα για τους Οθωμανούς και τους Πέρσες διότι τα γράμματα της λέξης lâle, لاله είναι τα ίδια σε άλλη σειρά με της λέξης Allah, اللّٰه και κατ’ άλλους διότι όταν ωριμάζει το άνθος και σκύβει, μοιάζει να παίρνει στάση ταπεινότητας ενώπιον του θεού.

Από τον 16ο αιώνα και μετά παρατηρείται εκτεταμένη καλλιέργεια τουλίπας στην Κωνσταντινούπολη που έφερε νέους συνδυασμούς χρωμάτων. Το έντονο κόκκινο, το κίτρινο, το πορτοκαλί, το ροζ και τα δίχρωμα άνθη της τουλίπας εντυπωσίασαν τους Ευρωπαίους πρεσβευτές που έρχονταν στην οθωμανική αυτοκρατορική αυλή. Τον 17ο αιώνα οι ενθουσιασμένοι με αυτό το εξωτικό, στα μάτια τους φυτό, Ολλανδοί αποφασίζουν να αγοράσουν βολβούς τουλίπας και να τους καλλιεργήσουν στην χώρα τους, γεγονός που οδήγησε σε ένα μανιώδες εμπόριο βολβών τουλίπας και βέβαια στο να αναδειχθεί η τουλίπα σε σήμα κατατεθέν της Ολλανδίας.

Ωστόσο, η Πόλη υπήρξε για πολλούς ακόμα αιώνες ταυτισμένη με τους λαλέδες και μέχρι σήμερα, μέσα στην άνοιξη, οι αρχές της πόλης φροντίζουν να στολίζουν τους δημόσιους κήπους με τουλίπες, δημιουργώντας πολύχρωμα φαντασμαγορικά χαλιά που δεν χορταίνει το μάτι. Οι Πολίτες αλλά και οι ξένοι σπεύδουν κάθε χρόνο να θαυμάσουν αυτό το ακτινοβόλο και περήφανο άνθος με τα λεπτεπίλεπτα πέταλα στο πάρκο Εμιργκιάν (Emirgân) στις θρακικές όχθες του Βοσπόρου για να απολαύσουν από κοντά μονόχρωμες και πολύχρωμες τουλίπες, πλάι σε νάρκισσους και ζουμπούλια. Η τουλίπα, η εκθαμβωτική βασίλισσα της άνοιξης, που απεικονίζεται σε αμέτρητα οθωμανικά μνημεία της πόλης, είναι και σύμβολο του Μητροπολιτικού Δήμου της Κωνσταντινούπολης.

Αξίζει ένας περίπατος τον Απρίλιο και τον Μάιο με υποχρεωτική στάση στο δημόσιο πάρκο του Εμιργκιάν κάτω από τον ηλιόλουστο ουρανό της Πόλης για να δείτε την μυστηριακή τουλίπα του παραδείσου, της γονιμότητας και της αγάπης στο ομορφότερο πέρασμα του κόσμου, τον Βόσπορο.

 

12+1 στιγμές περιήγησης το 2020

31 Δεκεμβρίου 2020

Το έτος 2020 φεύγει στη σκιά της πανδημίας του ιού covid-19 που σκέπασε τις ζωές μας. Οι περιηγήσεις μετρημένες και δειλές, περιορισμένες στα σωθικά των πόλεων του περιηγητή και σε αποδράσεις ξαφνικές, που μοιάζαν περισσότερο με φυγές παρά με περιηγήσεις.

Το 2021 να ανοίξει πάλι τις ρούγες, και τις λεωφόρους, να φέρει στις ζωές μας τα πλοία, τα αεροπλάνα και τα τρένα που δεν πήραμε. Να φέρει την χαρά και τις αγκαλιές που στερηθήκαμε.

Τα λατομεία του Μαρμαρά
(Bedalan, Marmara Adası)

17 Σεπτεμβρίου 2020

Ο υπόλευκος, με τις έντονες γκρι φλέβες, θησαυρός της Προκοννήσου, το μάρμαρο, δικαίως παίρνει τον τίτλο της απόλυτης σφραγίδας της νήσου. Ήδη πάνω από δύομιση χιλιετίες βαστά η λατόμευση του προκοννησιακού μαρμάρου και είναι πράγματι εντυπωσιακό πως ένα νησί περιφέρειας περίπου 60 ναυτικών μιλίων δίνει τον ανεξάντλητο, όπως φαίνεται, πυρήνα του στα πέρατα της οικουμένης μέχρι σήμερα.

Η Προκόννησος ή νήσος Μαρμαράς, όπως επικράτησε να λέγεται από τους Ιταλούς θαλασσοπόρους και χαρτογράφους από τους μεσαιωνικούς χρόνους κι έπειτα, αποτελεί κέντρο λατόμευσης και εξαγωγής μαρμάρου με το οποίο ντύθηκαν πολλά από τα σπουδαία αρχιτεκτονήματα των πόλεων της Μικράς Ασίας, της Κωνσταντινούπολης, της Ελλάδας και της Ιταλίας αλλά και γενικότερα της λεκάνης της Μεσογείου και στις μέρες μας εξάγεται σε ολόκληρη την Ευρώπη, σε λιμάνια της Αμερικής, της Ασίας και της Ιαπωνίας. Σαρκοφάγοι, κίονες και κιονόκρανα, αγάλματα, πλήθος διακοσμήσεις, πλακάκια, δάπεδα, προσόψεις, μαρμαρόπετρες και μαρμαρόσκονη που χρησιμοποιείται ακόμα και σε καλλυντικά είναι κάποια από τα αντικείμενα που γεννήθηκαν από το ξεχωριστό προκοννησιακό μάρμαρο.

Το μάρμαρο εντοπίζεται κατά μήκος της βόρειας πλευράς της Προκοννήσου όπου βρίσκει κανείς ένα από τα αρχαιότερα πολίσματα της νήσου, τα Παλάτια (σημ. όν. Saraylar). Πίσω από τα Παλάτια βρίσκονται ακόμη σημάδια από τα λατομεία της ελληνιστικής, της ρωμαϊκής και της βυζαντινής περιόδου, παρά τους εξωφρενικούς ρυθμούς αναστάτωσης της γης που προκαλούν τα σύγχρονα λατομεία. Στη μέση περίπου της βόρειας πλευράς της νήσου ο έτερος οικισμός που μάλλον σχετιζόταν και αυτός με την λατόμευση μαρμάρου, το Καμιαντό, εγκαταλείφθηκε περί τον 18ο αιώνα και δεν γνωρίζουμε τίποτα για αυτόν. Η λατόμευση μαρμάρου όμως από τα τέλη του 19ου αιώνα και κυρίως κατά τον 20ό αιώνα έχει εξαπλωθεί δυτικότερα των Παλατίων καλύπτοντας σχεδόν όλη την βόρεια πλευρά με αποδοτικότερη σε μάρμαρο την περιοχή του φυσικού λιμανιού Πεταλάς (σημ. όν. Bedalan Limanı) στα βορειοδυτικά.

Ο Πεταλάς ήταν ανέκαθεν γνωστός στους ναυτικούς ως ασφαλές φυσικό αγκυροβόλιο κατά τις ξαφνικές, θρασύτατες και συχνά μοιραίες τρικυμίες της Προποντίδας. Τριγύρω άλλωστε από τον Πεταλά και τον βράχο στη δυτική του είσοδο που είναι γνωστός ως «του Πάλη η πέτρα» η ενάλια αρχαιολογία έχει εντοπίσει πλήθος αρχαίων, βυζαντινών και οθωμανικών ναυαγίων που καταδεικνύουν την Προκόννησο ως σημαντικό θαλάσσιο εμπορικό κόμβο.

Προορισμός της σημερινής περιήγησης λοιπόν τα λατομεία του Πεταλά. Φύγαμε από το χωριό Γαλλιμή (σημ. όν. Çınarlı) παίρνοντας τον δρόμο που περνά πίσω της και οδηγεί από την δυτική πλευρά προς τον βορρά και τον Πεταλά. Εκεί δραστηριοποιήθηκε, ίσως η πρώτη οργανωμένη και ξένη εταιρεία λατόμευσης και μεταφοράς μαρμάρου του Πεταλά, η βρετανικών συμφερόντων εταιρεία Walton Gooddy & Cripps Ltd, που λειτούργησε ως το 1922.

Την τελευταία εικοσαετία η περιοχή του Πεταλά έχει αλλάξει δραματικά από πετυχημένες και αποτυχημένες προσπάθειες εντοπισμού καλής φλέβας μαρμάρου. Κάθε χρόνο τα μονοπάτια στο βουνό που οδηγούν μέσα από την κοιλάδα του Καμιαντού στα Παλάτια αλλάζουν κι ο περιηγητής συχνά χάνει τον δρόμο του. Πλησιάζοντας στα λατομεία συναντάς μεγάλα κομμάτια μαρμάρου τα οποία σε καθοδηγούν (ως ταμπέλες σημειωμένες με κόκκινη και μπλε μπογιά) προς τα λατομεία των διαφόρων εταιρειών και συνεταιρισμών που εδρεύουν στη νήσο.

Ύστερα από ένα ξέφωτο φτάνεις σε έναν εξωπραγματικό κόσμο. Το βουνό πίσω από τον κόλπο του Πεταλά μοιάζει με τεράστιο κρατήρα απ’ όπου βλέπεις μέχρι μέσα βαθιά στη γη τοιχώματα από προκοννήσιο μαρμάρο που λατομεύεται μεθοδικά και αλόγιστα. Το χρώμα που επικρατεί στο λατομείο είναι το κοκκινωπό των σωθικών της γης και το λευκό του μαρμάρου που αντανακλά τον ήλιο σαν διαυγής καθρέφτης. Σαστισμένος ο περιηγητής από τους απόκοσμους ήχους των μηχανημάτων που ανοίγουν την γη, εκείνων που κόβουν τους τεράστιους λίθους του ενός τόνου, των άλλων που κόβουν τους λίθους σε πλακάκια ή τους σπάνε σε πέτρες ή σε σκόνη, ρίχνει μια ματιά γύρω στο τοπίο. Εκατοντάδες λίθινοι όγκοι στιβαγμένοι παντού γύρω από το λατομείο και η μαρμάρινη ομίχλη που ντύνει τον αέρα και το έδαφος σε παχιά στρώματα δημιουργούν ένα σχεδόν σεληνιακό τοπίο. Από κάτω η θάλασσα ασπρίζει κι αυτή από τον καρπό της προκοννήσιας γης που κατακάθεται στον βυθό και λάμπει γαλαζωπή προκαλώντας σε να βουτήξεις.

Διασχίσαμε τον τεράστιο αυτό κρατήρα, που από ψηλά κάνει τους εργάτες να μοιάζουν με μυρμήγκια που κινούνται μέσα του, προς τα ανατολικά αφού χάσαμε τον δρόμο μας τρεις φορές. Φτάσαμε στο ανατολικότερο λατομείο του Πεταλά εκεί που κλείνει ο κόλπος σε μια παραλία απόκρημνη κάποτε και προσβάσιμη σήμερα μετά από τόσες δεκαετίες λατόμευσης. Η μία της πλευρά είναι κατάλευκη από την μαρμαρόσκονη που παράγει εκεί μια εταιρεία. Η άλλη της πλευρά είναι βραχώδης και πρέπει να χρησίμευσε για χρόνους πολλούς σαν σκάλα για πλοία που έδεναν για να παραλάβουν το μάρμαρο.

Κι εκεί πάνω στα βράχια, μέσα στη λευκότητα που αντανακλάται αδιάκοπα στα μάτια αυτή την ηλιόλουστη μέρα, σαν οφλθαλμαπάτη καταμεσής μιας όασης εμφανίζονται γράμματα και αριθμοί. Πλησιάζεις και να κι άλλες λέξεις κι άλλοι αριθμοί και πιο πέρα ακόμα περισσότερα. Εδώ και αιώνες τα βράχια αυτά -όπου βρίσκεται πανάρχαιο πηγάδι και δύο μεγάλες μαρμάρινες γούρνες κάποιων αιώνων- μαρτυρούν την παρουσία είτε ναυτικών που έφταναν εδώ για να μεταφέρουν το μάρμαρο είτε ναυαγών που τους ξέβρασε η αγριεμένη Προποντίδα είτε κατάκοπων εργατών των λατομείων. Έγραφαν το όνομά τους και την χρονολογία που βρέθηκαν εδώ, έγραφαν μια προσευχή για να πάνε όλα καλά. Δεκάδες τέτοιες επιγραφές κυρίως στα ελληνικά και λιγότερες στα οθωμανικά είναι ένα κόσμημα του Πεταλά που έφερε εδώ τόσους ανθρώπους που άφησαν παρακαταθήκη το αποτύπωμά τους με το νύχι.

Ο περιηγητής που θα φτάσει εδώ να σταθεί μια στιγμή για να νιώσει την καρδιά της νήσου να πάλλεται, ν’ ασπρίζει την θάλασσα και τον ουρανό, πριν βουτήξει στα δροσερά νερά την φαντασία και τις αγωνίες του για να τις ξεπλύνει.

Αγία Σοφία, Κωνσταντινούπολη
Ayasofya, İstanbul

28 Ιουλίου 2020

Έφτασα με το Marmaray, το τρένο που διασχίζει τον Βόσπορο κάτω από τα σπλάχνα του, στο διάσημο τερματικό σταθμό τρένων Σιρκετζί της Κωνσταντινούπολης για να ανηφορίσω από εκεί στον πρώτο λόφο της επτάλοφης. Προορισμός το μέγα σύμβολο μιας πόλης, δύο αυτοκρατοριών και δύο θρησκειών, η Αγία Σοφία, ναός αφιερωμένος στη σοφία του θεού. Σύμβολο του χριστιανισμού επί περίπου μία χιλιετία, χτισμένη ανάμεσα στα 532-537, λαβωμένη από τους Σταυροφόρους της λατινικής (1204) Δύσης και αργότερα σύμβολο κατάκτησης του μουσουλμανικού κόσμου (1453), μνημείο τεράστιας εμβέλειας στο θυμικό του ρωμαιοελληνικού και οθωμανικού κόσμου.

Καθώς περπατούσα στο πλάι του Γκιούλχανέ η αγωνία μου μεγάλωνε για τις εικόνες που θα αντικρύσω μετά την ξαφνική απόφαση μετατροπής της Αγίας Σοφίας από μουσείο (1934) σε τζαμί (2020). Στις 10 Ιουλίου το ανώτατο τουρκικό δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Μουσταφά Κεμάλ που την όριζε ως μουσείο και την Παρασκευή 24 Ιουλίου τελέστηκε η πρώτη μουσουλμανική προσευχή παρουσία του προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας Ταγίπ Ερντογάν. Υπολογίζεται ότι εκείνη την μέρα περίπου 350.000 άνθρωποι βρέθηκαν κοντά στην Αγία Σοφία κλαίγοντας, πανηγυρίζοντας, ξενυχτώντας προσευχόμενοι όλη μέρα παρά την εν εξελίξει πανδημία του ιού covid-19. Επί τρεις μέρες πλήθη μουσουλμάνων από την Τουρκία και αλλού συνέρεαν για να μπουν, ίσως και για πρώτη φορά, στην Αγία Σοφία, που πλέον ονομάζεται Μεγάλο Τζαμί της Αγίας Σοφίας. Πλησίασα στη δυτική πρόσοψη και το πρώτο ξάφνιασμα δεν ήταν το πλήθος πιστών αλλά οι αμέτρητοι αστυνομικοί και στρατιώτες που περιφρουρούν το κτίριο. Έστριψα στη μεγάλη πλατεία, πέρασα τον σωματικό έλεγχο των αρχών, και στάθηκαν στην ουρά περίπου 150 ανθρώπων που περίμεναν για να μπουν.

Το ψηφιδωτό με τον Μέγα Κωνσταντίνο να προσφέρει την Κωνσταντινούπολη και τον Ιουστινιανό την Αγία Σοφία στην ένθρονη Θεοτόκο Βρεφοκρατούσα της νότιας εισόδου βρίσκεται πίσω από  τετράγωνο πανί που σου επιτρέπει να δεις το ψηφιδωτό αν βρεθείς σχεδόν από κάτω του. Το πρώτο ρίγος μπαίνοντας στον νάρθηκα με διαπέρασε όταν στάθηκα να κοιτώ τις μαυροφορεμένες μουσουλμάνες που έμπαιναν αναφωνώντας “ο θεός είναι μεγάλος” στο δεξί κλίτος το οποίο αναπροσαρμόζεται ως χώρος προσευχής  γυναικών. Προχώρησα προς την αυτοκρατορική πύλη και πρόσεξα ότι το ψηφιδωτό στην αψίδα της (ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ προσκυνά τον ένθρονο Χριστό) είναι πλήρως καλυμμένο. Στο βάθος, στη βόρεια πλευρά, η πύλη που οδηγεί στον γυναικωνίτη είναι κλειστή και για την ώρα, άγνωστο γιατί, δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στα ψηφιδωτά του 10ου-12ου αιώνα που κοσμούν την νότια πλευρά του γυναικωνίτη. Οι φόβοι ότι δεν θα τηρηθούν οι υποσχέσεις πως οι μη μουσουλμάνοι θα έχουν ακόμα την δυνατότητα πρόσβασης στα βυζαντινά μωσαϊκά άρχισαν να με τυλίγουν.

Έβγαλα τα παπούτσια μου στην αυτοκρατορική πύλη, πρώτη φορά μετά από τόσες επισκέψεις στο μνημείο. Κάποιος φώναζε στους εισερχομένους να μην κρατούν τα παπούτσια στο χέρι ενώ περιφέρονται μέσα στο τζαμί γιατί απαγορεύεται. Κρατώντας τα παπούτσια στο χέρι προχώρησα πάνω στο παχύ σμαραγδένιο χαλί με καρφωμένα τα μάτια πάνω από το ιερό και το μιχράμπ, όπου τέσσερις κουρτίνες έχουν καλύψει το ψηφιδωτό της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας και τον αρχάγγελο Γαβριήλ δεξιά της. Προχώρησα προς το ομφάλιο που άφησαν ακάλυπτο. Μπροστά του έφτιαξαν μια ζώνη για όσους θέλουν να προσευχηθούν και δεν προσπάθησα να την διασχίσω. Κοίταξα γύρω μου, ελάχιστοι μη μουσουλμάνοι βρίσκονται εδώ, κοιτώντας παγωμένοι γύρω τους. Τριγύριζα στον χώρο κοιτώντας τους ακάλυπτους ζωγραφισμένους σταυρούς στους θόλους, στάθηκα στο κλειστό αριστερό κλίτος, στους κοκκινωπούς (από πορφυρίτη) κίονες και στους υπόλευκους (από μάρμαρο Προκοννήσου) παρατηρώντας στα κιονόκρανα τα σκαλισμένα μονογράμματα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού και της σεβαστοκράτειρας Θεοδώρας, στα ψηφιδωτά με τους αγίους πάνω από την βόρεια κιονοστοιχία που είναι ακόμα ορατοί, στις πολύχρωμες ορθομαρμαρώσεις των τοίχων από μάρμαρα Προκοννήσου, πράσινους γρανίτες και πορφυρίτες που σχηματίζουν κυματισμούς σαν αυτούς της Προποντίδας. Το opus sectile από μάρμαρο Προκοννήσου και ταινίες πράσινου γρανίτη άφαντο κάτω από το χαλί. Γύρισα ξανά και ξανά στα ίδια σημεία, στάθηκα για ώρα σε γωνιές απ’ όπου δεν περνά πολύς κόσμος για να χωνέψω το νέο καθεστώς του οικουμενικού μνημείου. Η ίδια φωνή επαναλάμβανε στα τουρκικά να μην κρατάμε τα παπούτσια μας στο χέρι.

Κρατούσα τα παπούτσια μου ακουμπώντας με την πλάτη στα γκρίζα νερά του προκοννησιώτικου μαρμάρου σκεπτόμενος τους Μαρμαρινούς εργάτες του 6ου αιώνα να λατομούν αυτές τις πλάκες για να φορτωθούν στα αυτοκρατορικά πλοία. Συνειδητοποίησα ότι η Αγία Σοφία είναι πολύ σκοτεινή σήμερα, το φως που φτάνει μέσα της είναι λιγότερο, για αυτό και κάποιες από τις φωτογραφίες μου δεν βγήκαν καθαρές. Στεκόμουν μόνος εκεί για αρκετή ώρα κοιτώντας τα νερά των μαρμάρων, με έχει ταράξει η δύναμη των «έτσι θέλω» της πολιτικής και των θρησκειών, ο εγωισμός και η ματαιοδοξία υπό το κάλυμμα θρησκειών που επικαλούνται τ’ αντίθετο. Παρατηρούσα τον κόσμο που έμπαινε στο μνημείο: είναι εμφανές ότι κανείς τους δεν μπαίνει σήμερα στην Αγία Σοφία για να θαυμάσει και απολαύσει την αισθητική αξία, το κάλλος που έπλασαν ο Ανθέμιος ο εκ Τράλλεων και ο Ισίδωρος ο Μιλήσιος. Στα πρόσωπά τους είναι ζωγραφισμένη η σπάθα της κατάκτησης, η υπεροψία μιας προγονικής νίκης και (από τις συνομιλίες που άκουσα) το βαθύ πηγάδι της ημιμάθειας.

Βγήκα στην αυλή προσπερνώντας τον εξωνάρθηκα, όπου το έδικτο του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ (1116) χαραγμένο σε πέντε πλάκες από προκοννήσιο μάρμαρο, η αυτοκρατορική σαρκοφάγος από πορφυρίτη και το μαρμάρινο βαφτιστήριο, για να πάρω αέρα. Είναι μια ιστορική στιγμή για το μνημείο της Αγίας Σοφίας και αξέχαστη για μένα που βρίσκομαι εδώ τέσσερις μέρες μετά την μετατροπή της σε τζαμί. Στην αυλή το απογευματινό φως τόνιζε γλυκά τον τρούλο, τους τοίχους και τα ανάγλυφα ερείπια του πρότερου ναού του Θεοδοσίου. Κάποια στιγμή αγόρια και κορίτσια έτρεξαν πάνω από κόκκινα και ροζ τριαντάφυλλα δίπλα στην είσοδο για να τα μυρίσουν. Τί κατάλαβαν άραγε από την σημερινή τους επίσκεψη στην Αγία Σοφία; Ο αυθορμητισμός τους έσπασε μήπως με ερωτήσεις τα στεγανά των ενηλίκων; Μοναδική παρηγοριά στα σχεδόν ενοχικά μου δάκρυα στις σκιές των κιόνων της είναι το γερό πάτημα του αρχιτεκτονήματος στο εμβαδό της Πόλης και το αποτύπωμα των χρυσών ψηφίδων της στη συλλογική μνήμη. Ο μύθος του οικουμενικού αυτού μνημείου, που θα πρέπει να απολαμβάνει κάθε πολίτης του πλανήτη, δεν σκεπάζεται κι ας κρύφτηκε η ψηφιδωτή επιγραφή του ένθρονου Χριστού πάνω από την αυτοκρατορική πύλη που προτρέπει:

ΕΙΡΗΝΗ ΥΜΙΝ

Αλεξανδρούπολη
Γαλλικός Σταθμός

20 Ιουνίου 2020

Ανάμεσα στις διάφορες γωνιές της Αλεξανδρούπολης στις οποίες μπορεί να σταθεί ο περιηγητής, διάλεξα εκείνο το τοπόσημο και ορόσημό της που την δημιούργησε μόλις 150 χρόνια νωρίτερα. Η περιοχή ως το 1870 ήταν μια ερημιά όπου κατέβαιναν λιγοστοί ψαράδες από γειτονικούς οικισμούς κι όπου είχε βρει την ηρεμία του (μάλλον όχι για πολύ) κάποιος ερημίτης εξ αιτίας του οποίου ονομάστηκε η τοποθεσία και η μετέπειτα πόλη Ντεντέ-αγάτς (στα οθωμανικά: دده آغاج ), δηλαδή “το δέντρο του ερημίτη”.

Το 1870-1871 η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρχίζει τα έργα κατασκευής σιδηροδρομικής γραμμής που θα ένωνε αυτή την νότια παραθαλάσσια τοποθεσία της Θράκης μετά το δέλτα του ποταμού Έβρου με την Αδριανούπολη και, συνεπώς, με την Κωνσταντινούπολη και θα άνοιγε έναν ασφαλέστερο και ταχύτερο εμπορικό δρόμο προς την Θεσσαλονίκη. Η γαλλική εταιρεία Les Chemins de Fer Orientaux ολοκληρώνει το έργο ως τις αρχές του 1873 ενώ παράλληλα (και κυρίως έκτοτε) αρχίζει σιγά σιγά να αυξάνεται ο πληθυσμός του οικισμού, να αγοράζεται γη με την προοπτική της κατασκευής του λιμανιού που σε συνδυασμό με την σιδηροδρομική γραμμή θα εκτίνασε το εμπόριο. Το έτερο τοπόσημο της Αλεξανδρούπολης, ο φάρος, λειτουργεί το 1880 χρωστώντας και αυτό με την σειρά του την ύπαρξή του στον λεγόμενο Γαλλικό Σταθμό του Ντεντέ-αγάτς.

Ο Γαλλικός Σταθμός δεν έπαψε ποτέ μέχρι σήμερα να είναι ζωντανό κομμάτι της συλλογικής μνήμης των κατοίκων της Αλεξανδρούπολης και όλων των παρέβριων χωριών και κωμοπόλεων που διασχίζει η σιδηροδρομική γραμμή. Η συγκίνηση όταν έφτασα εκεί κορυφώθηκε σκεπτόμενος την σπουδαιότητα αυτού του χώρου που έδωσε πνοή στις ζωές χιλιάδων ανθρώπων και πια αποτελεί την μεγαλύτερη πόλη του Έβρου – πόλη που φτιάχτηκε ακριβώς για να αποτελέσει σταυροδρόμι για χερσαία και νησιωτικά κέντρα.

Αφού αφήσουμε πίσω μας τον φάρο και τον επιβατικό σταθμό των τρένων της Αλεξανδρούπολης και συνεχίσουμε να περπατάμε ανατολικά προς την έξοδο της πόλης ακολουθώντας τις γραμμές, θα συναντήσουμε ένα μεγάλο μακρόστενο κτίσμα που αποτελούσε κέντρο διαλογής και σήμερα είναι παντελώς αφημένο και ξέφραγο, γεμάτο μπάζα, σκουπίδια και σημάδια χρήσης του από περιθωριακούς ανθρώπους. Ύστερα ακολουθεί το σύγχρονο μηχανοστάσιο της Αλεξανδρούπολης και λίγα μέτρα μετά ο Μύλος του Μασούρα, που κατασκευάστηκε την περίοδο 1930-1933 και παρήγαγε αλεύρι ως το 1967. Το τρίπατο πέτρινο κτίσμα του μύλου δεν χτίστηκε τυχαία πλάι στον Γαλλικό Σταθμό από τον πελοποννήσιο έμπορο Γεώργιο Μασούρα και ευτυχώς στις μέρες μας είχε την τύχη να αναστηλωθεί και να στεγάσει το Ελληνικό Ινστιτούτο Θρακικών Μελετών.

Λίγα μέτρα μετά φτάνουμε πίσω από το κεντρικό ξύλινο κτίριο του Γαλλικού Σταθμού, ένα πραγματικό στολίδι βαμμένο άχαρα σε χρώμα γκρι. Αριστερά από το κεντρικό κτίριο είναι το παρεκκλήσι του αγίου Φιλίππου. Τα χρώματα των λουλουδιών του κήπου του είναι η μόνη όαση ανάμεσα στα αφημένα μικρά και μεγάλα βοηθητικά κτίρια του σταθμού. Το κτιριακό συγκρότημα του Γαλλικού Σταθμού διασώθηκε στο πέρασμα των χρόνων, όχι όμως δίχως πληγές. Η όμορφη εικόνα των δέντρων, των γραμμών με τα σταματημένα βαγόνια και η ηρεμία λίγα μόλις μέτρα έξω από το κέντρο της πόλης δεν συνάδει με την εικόνα των ξεφτισμένων ξύλων, των κρεμάμενων πατζουριών, των σκασμένων τοίχων και των σκουπιδιών γύρω και μέσα στα ερειπωμένα κτίσματα που χρήζουν άμεσης αποκαταστάσης για να μην καταπέσουν.

Το μεγάλο δίπατο ξύλινο κτίριο βρίσκεται ακόμα σε χρήση από τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων Ελλάδας. Στο κέντρο του διαβάζουμε την επιγραφή ‘Αλεξανδρούπολις. Διαλογή’. Στα δεξιά του βρίσκεται ισόγειο ξύλινο κτίσμα η επιγραφή του οποίου μας πληροφορεί ότι είναι το γραφείο του προσωπικού των αμαξοστοιχιών και δίπλα του η βρύση. Μπροστά στον άγ. Φίλιππο επίσης φαίνεται σε χρήση ένα άλλο μικρό πέτρινο κτίσμα όχι όμως και το εγκαταλειμμένο μικρό κτίσμα απέναντί του. Από μία σύντομη ματιά από τα παράθυρα του ξύλινου κτιρίου αλλά και από το δίπατο πέτρινο κτίσμα στα δεξιά του, που αποτελούσε κατοικία διευθυντών του σταθμού, ήταν απογοητευτική. Αφημένα στην τύχη τους δεν θα επιβιώσουν μιας και ούτε το ξύλο ούτε η πέτρα είναι υλικά που μπορούν να μείνουν για δεκαετίες χωρίς συστηματική φροντίδα.

Κάθισα μπροστά στο διώροφο ξύλινο κτίσμα αρκετή ώρα. Αυτή η άλλοτε πολύβουη γωνιά από τρένα που στρίγκλιζαν πάνω στις γραμμές, σταθμάρχες που σφύριζαν, εμπόρους και χαμάληδες που εξασφάλιζαν τα προς το ζην, ταξιδιώτες της Θράκης και λογής εργάτες, είναι παραδόξως ήσυχη και άδεια.

Ο Γαλλικός Σταθμός αποτελεί τον καθρέφτη των πολιτών της Αλεξανδρούπολης ακόμη και εκείνων των προσφύγων που δεν είχαν για εστία τους το Ντεντέ-αγάτς, μα τους έφεραν εδώ πάνω σε αυτές τις σιδηροδρομικές γραμμές οι πόλεμοι. Κι έτσι αναλογίστηκα πόσο τυχερή πόλη είναι η Αλεξανδρούπολη που έχει χειροπιαστό ακόμα τον ομφαλό της, τον Γαλλικό Σταθμό, και πόσο σημαντικό είναι να τον διαφυλάξει ως το σπουδαιότερο μνημείο της ύπαρξής της, με τον ίδιο τρόπο που κάποτε οι μαμάδες κρατούσαν για φυλαχτό ένα κομμάτι από τον ομφάλιο λώρο του νεογέννητου μωρού τους, για να θυμούνται αμφότεροι από που άρχισαν όλα.

Πανδημία
Κωνσταντινούπολη

5 Απριλίου 2020

Κυριακή συχνά αγανακτείς να βγεις ένα περίπατο στο ιστορικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης. Τα παζάρια πήζουν από εκατομμύρια ντόπιων και τουριστών που βγαίνουν για τα αλισβερίσια, τα μεϊντάνια πολύβουα, τα καφενεία (παραδοσιακά και σύγχρονα) κάνουν σεφτέ από νωρίς, όλες οι λεωφόροι ασφυκτιούν από ένα ατέρμονο συρφετό αυτοκινήτων που λες είναι φίδι που έρπεται αν το δεις από ψηλά κι οι ακτές του Βοσπόρου βουλιάζουν από όσους θα βγουν για περίπατο, για ψάρεμα και ραντεβού. Σήμερα όμως τίποτα δεν θύμιζε την ζωή της Πόλης. Μια βόλτα με αυτοκίνητο στο ιστορικό κέντρο ήταν απλώς μια βλακώδης ιδέα. Σήμερα όμως όχι. Οι λεωφόροι άδειες, χώροι στάθμευσης άδειοι, τα παζάρια κλειστά, οι αγορές, τα καφενεία άδεια, οι γάτες της Πόλης σαν να λιγόστεψαν κι αυτές, στον Βόσπορο φουρτούνα με μανιασμένο βορριά και ένα ψιλόβροχο που αντικατέστησε τους περιπατητές στάλα στάλα. Εκατοντάδες πλοία αναμένουν στο στόμιο του Βοσπόρου μέρες για να περάσουν. Όλα λες και σταμάτησαν. Είναι η Πόλη των ημερών της πανδημίας. Η Πόλη όπως δεν την έχουμε ξαναδεί ποτέ κι είθε να μην την ξαναδούμε ποτέ- κι ας σιχτιρίζουμε για τα στριμώγματα στα μεϊντάνια και τα καφενεία της, τα παραφορτωμένα λεωφορεία, την πολυκοσμία και την εξουθενωτική της κίνηση. Άλλωστε τί είναι τα διαμάντια χωρίς τα χέρια που τα φέρνουν στο φως;

« Older posts