13 Σεπτεμβρίου 2018
Ήταν αδύνατον φτάνοντας στην Βιζύη της ανατολικής Θράκης (σημ. όν. Vize) να μην σκέφτομαι διαρκώς τον μέγα εκείνον Γεώργιο τον Βιζυηνό, τον λογοτέχνη και μελετητή του Πλωτίνου. Περιηγήθηκα πρώτα στη συνοικία Πλάτσα της Βιζύης και ύστερα ανηφόρισα για την Μπαήρα και την βυζαντινή ακρόπολη, όπου εντός των τειχών και προ των πύργων, στέκει ακόμα η εκκλησία της αγ. Σοφίας (6ος αι., με τον σπάνιο αρχιτεκτονικό στοιχείο ξύλινης κατασκευής στην πρόσοψη) και η μεσαιωνική εβραϊκή συναγωγή που μετατράπηκαν σε τζαμιά από τον 14ο-15ο αι. Ακόμα συναντά ο ταξιδιώτης μεγάλο μέρος των υστερορωμαϊκών και βυζαντινών τειχών, τα απομεινάρια του ελληνιστικού θεάτρου στην καρδιά της Πλάτσας, σπίτια πέτρινα με ευρύχωρες αυλές και ξύλινους ορόφους. Η θέα της θρακικής γης από την ακρόπολη βάλσαμο.
«- Ἂμ πάνου στὴν «Μπαήρα»! Ἐφώναξεν ἐκείνη ἐξαφθεῖσα καὶ πάλιν. Πάνου στὴν Μπαήρα! Δὲν τὸν ξεύρεις; Τὸν σαχλιό! Τὸν «σουρτούκη»! Τὸν «χουλούζη»… Τὸν… Τὸν… Τὸν…
– Ταύτην τὴν φορὰν δὲν ἐπερίμενα νὰ τελειώση. Ἐξέδραμον τῆς οἰκίας χωρὶς νὰ εἴπω λέξιν.
Ἡ «Μπαήρα» εἶναι τὸ πρὸς βορρᾶν τῆς οἰκίας τοῦ παπποῦ μέγα βραχῶδες ὕψωμα, ἐφ᾿ οὗ ἄλλοτε ἦτον ἐκτισμένη ἡ ἀκρόπολις τοῦ τόπου, νῦν δὲ ὑψοῦται ἐπὶ τῶν πελασγικῶν αὐτῆς τειχῶν τὸ τουρκικὸν διοικητήριον καὶ οἰκίαι τινὲς τῶν ἐγκρίτων ὀθωμανῶν, γραφικώτατον παρέχουσαι θέαμα ἐν τῇ ποικιλίᾳ τῶν χρωμάτων καὶ τῇ ἀνωμαλίᾳ τοῦ ρυθμοῦ αὐτῶν. Τὰ οἰκοδομήματα ταῦτα προστατεύοντα τὴν μεσημβρινὴν τοῦ ὑψώματος πλευρὰν ἀπὸ τῶν βορείων καὶ τῶν ἀνατολικῶν ἀνέμων καὶ συγκεντροῦντα καὶ ἀντανακλῶντα τὰς ἐλευθέρας τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς ἀκτίνας, παρέχουσι θαλπερὸν πρὸ αὐτῶν καταφύγιον καὶ κατ᾿ αὐτὸν ἀκόμη τὸν χειμώνα.
Ὁ παππούς, ὁσάκις ἐβαρύνετο πλέον τὰ συναξάρια τῆς γιαγιᾶς ὑπεξέκλεπτεν ἑαυτὸν ἐπιτηδείως καὶ ἀνερριχάτο τὸ ἄναντες ἐκεῖνο βράχωμα, ὅπως καθήση ἐπὶ τίνας ὥρας ὑψηλὰ εἰς τὸν ἥλιον. Τὴν ἐκλογὴν τῆς θέσεως τὴν ἐδικαιολόγει διαβεβαιῶν ὁ παπποὺς ὅτι μαζὶ μὲ τὸ θάλπος ἐκεῖ ἐπάνω ἀπελάμβανε καὶ τὸ μαγευτικὸν θέαμα τοῦ πανοράματος τῆς χώρας.
Ὅλος ὁ κόσμος ἐν τούτοις ἐγνώριζεν ὅτι ὁ παπποὺς ἀνέβαινε τόσον ὑψηλά, διότι ἕνεκα τῶν ρευματισμῶν της ἡ γιαγιὰ μόνον αὐτοῦ ἐπάνω δὲν εἰμποροῦσε νὰ ἀναβῆ διὰ νὰ τὸν περιμαζεύση.»
(Γ. Βιζυηνός, Το μόνον της ζωής του ταξείδιον).