28 Ιουλίου 2020
Έφτασα με το Marmaray, το τρένο που διασχίζει τον Βόσπορο κάτω από τα σπλάχνα του, στο διάσημο τερματικό σταθμό τρένων Σιρκετζί της Κωνσταντινούπολης για να ανηφορίσω από εκεί στον πρώτο λόφο της επτάλοφης. Προορισμός το μέγα σύμβολο μιας πόλης, δύο αυτοκρατοριών και δύο θρησκειών, η Αγία Σοφία, ναός αφιερωμένος στη σοφία του θεού. Σύμβολο του χριστιανισμού επί περίπου μία χιλιετία, χτισμένη ανάμεσα στα 532-537, λαβωμένη από τους Σταυροφόρους της λατινικής (1204) Δύσης και αργότερα σύμβολο κατάκτησης του μουσουλμανικού κόσμου (1453), μνημείο τεράστιας εμβέλειας στο θυμικό του ρωμαιοελληνικού και οθωμανικού κόσμου.
Καθώς περπατούσα στο πλάι του Γκιούλχανέ η αγωνία μου μεγάλωνε για τις εικόνες που θα αντικρύσω μετά την ξαφνική απόφαση μετατροπής της Αγίας Σοφίας από μουσείο (1934) σε τζαμί (2020). Στις 10 Ιουλίου το ανώτατο τουρκικό δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Μουσταφά Κεμάλ που την όριζε ως μουσείο και την Παρασκευή 24 Ιουλίου τελέστηκε η πρώτη μουσουλμανική προσευχή παρουσία του προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας Ταγίπ Ερντογάν. Υπολογίζεται ότι εκείνη την μέρα περίπου 350.000 άνθρωποι βρέθηκαν κοντά στην Αγία Σοφία κλαίγοντας, πανηγυρίζοντας, ξενυχτώντας προσευχόμενοι όλη μέρα παρά την εν εξελίξει πανδημία του ιού covid-19. Επί τρεις μέρες πλήθη μουσουλμάνων από την Τουρκία και αλλού συνέρεαν για να μπουν, ίσως και για πρώτη φορά, στην Αγία Σοφία, που πλέον ονομάζεται Μεγάλο Τζαμί της Αγίας Σοφίας. Πλησίασα στη δυτική πρόσοψη και το πρώτο ξάφνιασμα δεν ήταν το πλήθος πιστών αλλά οι αμέτρητοι αστυνομικοί και στρατιώτες που περιφρουρούν το κτίριο. Έστριψα στη μεγάλη πλατεία, πέρασα τον σωματικό έλεγχο των αρχών, και στάθηκαν στην ουρά περίπου 150 ανθρώπων που περίμεναν για να μπουν.
Το ψηφιδωτό με τον Μέγα Κωνσταντίνο να προσφέρει την Κωνσταντινούπολη και τον Ιουστινιανό την Αγία Σοφία στην ένθρονη Θεοτόκο Βρεφοκρατούσα της νότιας εισόδου βρίσκεται πίσω από τετράγωνο πανί που σου επιτρέπει να δεις το ψηφιδωτό αν βρεθείς σχεδόν από κάτω του. Το πρώτο ρίγος μπαίνοντας στον νάρθηκα με διαπέρασε όταν στάθηκα να κοιτώ τις μαυροφορεμένες μουσουλμάνες που έμπαιναν αναφωνώντας “ο θεός είναι μεγάλος” στο δεξί κλίτος το οποίο αναπροσαρμόζεται ως χώρος προσευχής γυναικών. Προχώρησα προς την αυτοκρατορική πύλη και πρόσεξα ότι το ψηφιδωτό στην αψίδα της (ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ προσκυνά τον ένθρονο Χριστό) είναι πλήρως καλυμμένο. Στο βάθος, στη βόρεια πλευρά, η πύλη που οδηγεί στον γυναικωνίτη είναι κλειστή και για την ώρα, άγνωστο γιατί, δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στα ψηφιδωτά του 10ου-12ου αιώνα που κοσμούν την νότια πλευρά του γυναικωνίτη. Οι φόβοι ότι δεν θα τηρηθούν οι υποσχέσεις πως οι μη μουσουλμάνοι θα έχουν ακόμα την δυνατότητα πρόσβασης στα βυζαντινά μωσαϊκά άρχισαν να με τυλίγουν.
Έβγαλα τα παπούτσια μου στην αυτοκρατορική πύλη, πρώτη φορά μετά από τόσες επισκέψεις στο μνημείο. Κάποιος φώναζε στους εισερχομένους να μην κρατούν τα παπούτσια στο χέρι ενώ περιφέρονται μέσα στο τζαμί γιατί απαγορεύεται. Κρατώντας τα παπούτσια στο χέρι προχώρησα πάνω στο παχύ σμαραγδένιο χαλί με καρφωμένα τα μάτια πάνω από το ιερό και το μιχράμπ, όπου τέσσερις κουρτίνες έχουν καλύψει το ψηφιδωτό της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας και τον αρχάγγελο Γαβριήλ δεξιά της. Προχώρησα προς το ομφάλιο που άφησαν ακάλυπτο. Μπροστά του έφτιαξαν μια ζώνη για όσους θέλουν να προσευχηθούν και δεν προσπάθησα να την διασχίσω. Κοίταξα γύρω μου, ελάχιστοι μη μουσουλμάνοι βρίσκονται εδώ, κοιτώντας παγωμένοι γύρω τους. Τριγύριζα στον χώρο κοιτώντας τους ακάλυπτους ζωγραφισμένους σταυρούς στους θόλους, στάθηκα στο κλειστό αριστερό κλίτος, στους κοκκινωπούς (από πορφυρίτη) κίονες και στους υπόλευκους (από μάρμαρο Προκοννήσου) παρατηρώντας στα κιονόκρανα τα σκαλισμένα μονογράμματα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού και της σεβαστοκράτειρας Θεοδώρας, στα ψηφιδωτά με τους αγίους πάνω από την βόρεια κιονοστοιχία που είναι ακόμα ορατοί, στις πολύχρωμες ορθομαρμαρώσεις των τοίχων από μάρμαρα Προκοννήσου, πράσινους γρανίτες και πορφυρίτες που σχηματίζουν κυματισμούς σαν αυτούς της Προποντίδας. Το opus sectile από μάρμαρο Προκοννήσου και ταινίες πράσινου γρανίτη άφαντο κάτω από το χαλί. Γύρισα ξανά και ξανά στα ίδια σημεία, στάθηκα για ώρα σε γωνιές απ’ όπου δεν περνά πολύς κόσμος για να χωνέψω το νέο καθεστώς του οικουμενικού μνημείου. Η ίδια φωνή επαναλάμβανε στα τουρκικά να μην κρατάμε τα παπούτσια μας στο χέρι.
Κρατούσα τα παπούτσια μου ακουμπώντας με την πλάτη στα γκρίζα νερά του προκοννησιώτικου μαρμάρου σκεπτόμενος τους Μαρμαρινούς εργάτες του 6ου αιώνα να λατομούν αυτές τις πλάκες για να φορτωθούν στα αυτοκρατορικά πλοία. Συνειδητοποίησα ότι η Αγία Σοφία είναι πολύ σκοτεινή σήμερα, το φως που φτάνει μέσα της είναι λιγότερο, για αυτό και κάποιες από τις φωτογραφίες μου δεν βγήκαν καθαρές. Στεκόμουν μόνος εκεί για αρκετή ώρα κοιτώντας τα νερά των μαρμάρων, με έχει ταράξει η δύναμη των «έτσι θέλω» της πολιτικής και των θρησκειών, ο εγωισμός και η ματαιοδοξία υπό το κάλυμμα θρησκειών που επικαλούνται τ’ αντίθετο. Παρατηρούσα τον κόσμο που έμπαινε στο μνημείο: είναι εμφανές ότι κανείς τους δεν μπαίνει σήμερα στην Αγία Σοφία για να θαυμάσει και απολαύσει την αισθητική αξία, το κάλλος που έπλασαν ο Ανθέμιος ο εκ Τράλλεων και ο Ισίδωρος ο Μιλήσιος. Στα πρόσωπά τους είναι ζωγραφισμένη η σπάθα της κατάκτησης, η υπεροψία μιας προγονικής νίκης και (από τις συνομιλίες που άκουσα) το βαθύ πηγάδι της ημιμάθειας.
Βγήκα στην αυλή προσπερνώντας τον εξωνάρθηκα, όπου το έδικτο του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ (1116) χαραγμένο σε πέντε πλάκες από προκοννήσιο μάρμαρο, η αυτοκρατορική σαρκοφάγος από πορφυρίτη και το μαρμάρινο βαφτιστήριο, για να πάρω αέρα. Είναι μια ιστορική στιγμή για το μνημείο της Αγίας Σοφίας και αξέχαστη για μένα που βρίσκομαι εδώ τέσσερις μέρες μετά την μετατροπή της σε τζαμί. Στην αυλή το απογευματινό φως τόνιζε γλυκά τον τρούλο, τους τοίχους και τα ανάγλυφα ερείπια του πρότερου ναού του Θεοδοσίου. Κάποια στιγμή αγόρια και κορίτσια έτρεξαν πάνω από κόκκινα και ροζ τριαντάφυλλα δίπλα στην είσοδο για να τα μυρίσουν. Τί κατάλαβαν άραγε από την σημερινή τους επίσκεψη στην Αγία Σοφία; Ο αυθορμητισμός τους έσπασε μήπως με ερωτήσεις τα στεγανά των ενηλίκων; Μοναδική παρηγοριά στα σχεδόν ενοχικά μου δάκρυα στις σκιές των κιόνων της είναι το γερό πάτημα του αρχιτεκτονήματος στο εμβαδό της Πόλης και το αποτύπωμα των χρυσών ψηφίδων της στη συλλογική μνήμη. Ο μύθος του οικουμενικού αυτού μνημείου, που θα πρέπει να απολαμβάνει κάθε πολίτης του πλανήτη, δεν σκεπάζεται κι ας κρύφτηκε η ψηφιδωτή επιγραφή του ένθρονου Χριστού πάνω από την αυτοκρατορική πύλη που προτρέπει:
ΕΙΡΗΝΗ ΥΜΙΝ