22 Μαρτίου 2017
Αύγουστος 2010. Έστριψα πίσω από το τζαμί του Βαγιαζήτ βιαστικός, να με γλιτώσει από την κάψα ο πλάτανος που στέκει πλάι του. Ήπια δυο ποτήρια νερό απανωτά να ξεκολλήσει το λαρύγγι μου. Εκεί στην σκιά του πλάτανου και στη φωνή του τζίτζικα για ώρα κάρφωσα τα μάτια στα καμαρωτά παράθυρα του τζαμιού. Ήθελα να μπω μέσα, αλλά πάντα ήταν σφραγισμένο. Κάθε φορά σφραγισμένο. Κόσμος σφραγισμένος μέσα στον ανοιχτό κόσμο. Πέρασα μπροστά από την κοκκινωπή ξύλινη είσοδο του τζαμιού με τα χαραγμένα αραβουργήματα από πάνω βαμμένα μαύρα και πήρα τον ανήφορο που αρχίζει από το μεϊντάνι του τζαμιού και πάει ίσα με τον Καλέ, το Δίδυμον τείχος της βυζαντινής πόλης. Η ζέστη κύκλωνε τον Καλέ σαν φίδι κι εγώ σερνόμουν να φτάσω στο κάστρο. Βγαίνω στο ξέφωτο προσπερνώντας την εκκλησία του Σωτήρος Χριστού. Η πρωτοκαθεδρία του θέρους ηχηρή κι εγώ μόνος κοιτάζω από ψηλά, εποπτεύω την πεδιάδα γύρω από τον Έβρο και πίσω τα χωράφια των Τούρκων.
Μάρτιος 2017. Κάθε καλοκαίρι φωτογραφίζω από το ίδιο σημείο εμμονικά. Ένα πράγμα ξεχωρίζει πάντα από τον Καλέ που δεν θα δω τελικά ποτέ από μέσα, όπως ήταν: το τζαμί του Βαγιαζήτ του 1390.
Κάηκε σε φωτιά που ξέσπασε κατά τις εργασίες αποκατάστασης τα ξημερώματα της 22ας Μαρτίου 2017. Χάθηκε έτσι, όπως και τόσα άλλα, ανυπεράσπιστο.